Ο κινηματογραφικός κόσμος του The Boy, κατά κόσμον Αλέξανδρου Βούλγαρη («Νήμα», «Ροζ»), είναι ένας κόσμος αυθύπαρκτος. Χωρίς ποτέ οι ταινίες του να μοιάζουν μεταξύ τους, ο 38χρονος δημιουργός έχει εφεύρει μια αταξινόμητη κινηματογραφική γλώσσα, η οποία κάθε φορά κατασκευάζει από την αρχή τον εαυτό της. Στο νοσταλγικό «Winona» η γραφή του εμπλουτίζεται ακόμη περισσότερο και οδηγεί στην πιο μεστή σκηνοθετικά κι έντονη συναισθηματικά ταινία του μέχρι σήμερα.
Με τέσσερις καθηλωτικές ερμηνεύτριες σε πρώτο πλάνο και φόντο μια απομονωμένη παραλία, όπου αυτές περνούν χουζούρικα την ημέρα τους, γεννιέται μια χαμηλότονη ωδή στη χαμένη αθωότητα και την ξεγνοιασιά που θαμπώνει λίγο μετά την ενηλικίωση.
Η χαρά και η λύπη συνυπάρχουν αδιόρατα σε κάθε απαστράπτον πλάνο, με τις εικόνες να καψαλίζονται από τη ζωντάνια των ηρωίδων/φιλενάδων και την αξιοζήλευτη ανεμελιά που εκπέμπουν. Ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί τα ασφυκτικά κάδρα, το διαρκές μεταξύ τους παιχνίδι εμποτισμένο στην αθώα φαντασία τους, για να μασκάρει τη θλίψη που μοιράζονται κι έχει ριζώσει στο υποσυνείδητό τους.
Ανείπωτα συναισθήματα αποκτούν υπόσταση μέσα από τραγούδια που αιφνίδια εμφανίζονται στην αφήγηση, δίνοντας την αίσθηση ενός αυτοσχέδιου μιούζικαλ, ενώ ο τρόπος που αναπτύσσονται οι χαρακτήρες αποσυναρμολογεί ενδόμυχα τις όποιες άμυνες.
Διότι η ταινία προλαβαίνει να μη μετατραπεί σε ένα φετιχιστικά στιλιζαρισμένο τρικ, εγκλωβισμένο στις ποπ (αυτο)αναφορές του, όταν φανερώνεται ο λόγος που ένωσε τις φίλες στη συγκεκριμένη ακτή, αφήνοντας έτσι απροστάτευτο τον θεατή στην ορμή της συγκινητικής αποκάλυψης.
Είναι η στιγμή που το «Winona» αλλάζει από τρυφερό χάδι σε σφίξιμο της καρδιάς, ολοκληρώνοντας το σχόλιό του πάνω στην έννοια της αναπόφευκτης ωρίμανσης, στη γλύκα της συντροφικότητας και την εθιστική θαλπωρή της οικειότητας.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama