Ναι, υπάρχει ένα ξεκάθαρα πολιτικοποιημένο υπόβαθρο σε σχέση με τη δράση του εν λόγω φιλμ, που είναι και το λογικό επειδή το χρονικό πλαίσιο είναι συγκεκριμένο, ωστόσο μάλλον η αλήθεια είναι πως η «Απόδραση του ‘77» ενδιαφέρεται περισσότερο να μεταφέρει πειστικά την ατμόσφαιρα μιας ταινίας φυλακής, τον μικρόκοσμό της, το είδος των διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται εκεί μέσα. Δεν είναι το πιο πρωτότυπο φιλμ που ανήκει στο εν λόγω είδος, καθώς παρατηρούνται αρκετά κλισέ που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1970 (με «Απόδραση από το Αλκατράζ» κι «Εξπρές του Μεσονυκτίου» μεταξύ άλλων), παρακολουθείται όμως με ενδιαφέρον μέχρι το τέλος χάρη στον δυναμισμό αρκετών σκηνών και την αβίαστη ροή της πλοκής.
Όσον αφορά το ιδιαίτερο κλίμα της φυλακής, ο Alberto Rodriguez καταφέρνει να το αιχμαλωτίσει στον φακό του κυρίως λόγω της αποτελεσματικής δουλειάς που έχει γίνει στη διεύθυνση των ηθοποιών, που όντως βγάζουν προς τα έξω εκείνη την οριακή ψυχοσύνθεση είτε του έγκλειστου είτε του δεσμοφύλακα μέσω διάφορων μανιερισμών. Από σκηνοθετική άποψη, η απεικόνιση της καθημερινότητας εντός του χώρου αυτού θα μπορούσε και να ήταν καλύτερη, πιο «βρόμικη» και πιο ωμά ρεαλιστική σε όλη τη διάρκεια και όχι μονάχα ανά φάσεις, ενώ θα γινόταν να λείπουν και κάποιες πινελιές αφέλειας (για παράδειγμα, κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας που από το πουθενά αποφασίζουν να συμπεριφερθούν με καλοσύνη). Και ίσως να χρειαζόταν κι ένας πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που θα είχε περισσότερο ψυχολογικό «ζουμί» σεναριακά για να κάνει αυτήν την κατάβαση στην κόλαση πιο συναρπαστική και αγωνιώδη, σε αντίθεση με τον κάπως ουδέτερο Manuel του Miguel Herran.
Οι πολιτικού τύπου τάσεις και αντιπαραθέσεις της εποχής φυσικά και δεν απουσιάζουν από την όλη καταγραφή, αν και δεν διαθέτουν το βάθος μιας πραγματικά αναλυτικής ματιάς, και στην πορεία προς την κορύφωση μάλιστα εξασθενούν όλο και περισσότερο. Και από την πορεία που ακολουθεί το κείμενο των Rodriguez και Cobos γίνεται αρκετά ξεκάθαρο πως οι προθέσεις τους από την αρχή κινούνταν προς την κατεύθυνση ενός δράματος μικρότερου, πιο προσωπικού και ανθρώπινου βεληνεκούς παρά επικών φιλοδοξιών που υπονοούνται από την ταμπέλα της «ταινίας εποχής». Γι’ αυτό και η αίσθηση οικειότητας ανάμεσα σε θεατή και χαρακτήρες έχει έναν ικανοποιητικό βαθμό γνησιότητας.
Σε επίπεδο ερμηνειών ξεχωρίζουν από το σύνολο του καστ δύο δευτεραγωνιστές. Από τη μία ο Javier Gutierrez που με μια εξαιρετικά εσωτερική προσέγγιση πλάθει έναν αξιομνημόνευτο αντιήρωα, ξεφεύγοντας από τα στερεότυπα του «τσαλακωμένου» μέντορα που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά, και από την άλλη ο Jesus Carroza, ο οποίος συνδυάζει λαϊκότητα κι ευγένεια περίτεχνα, αποφεύγοντας και αυτός με τη σειρά του άλλου τύπου παγίδες, το να τυποποιηθεί με μια γλυκανάλατη εικόνα «παράνομου με χρυσή καρδιά».
Τα στοιχεία του όλου «πακέτου» προϊδεάζουν για μια καλύτερη ταινία από αυτή που τελικά προκύπτει, πάντως η «Απόδραση του ‘77» σε γενικές γραμμές φέρνει εις πέρας την αποστολή να γνωστοποιήσει σε μια ευρύτερη μερίδα του κοινού ένα μικρό μεν, σημαντικό δε υποκεφάλαιο της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τρόπο τέτοιο που να μην πετάει τον παράγοντα μιας ποιοτικής ψυχαγωγίας από το παράθυρο. Είναι μια πρόταση που εύκολα θα γίνει αρεστή από πολλούς, αλλά που με καλύτερο «ζύγισμα» θα ενθουσίαζε κιόλας.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr