Έγκλημα και Απληστία στην καρδιά της Αμερικής, με την υψηλή αισθητική και τη μεγαλοπρέπεια με την οποία μόνο ένας μεγάλος σκηνοθέτης σαν τον Μάρτιν Σκορσέζε μπορεί να μαγέψει το ευρύ κοινό.
ΣΥΝΟΨΗ: Βρισκόμαστε στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα όπου οι Ινδιάνοι Όσεϊτζ αποκτούν τεράστια πλούτη όταν ανακαλύπτεται πετρέλαιο στη γη τους. Ωστόσο αυτά τα πλούτη προσελκύουν λευκούς τυχοδιώκτες που τους χειραγωγούν, τους εκβιάζουν και κλέβουν τις περιουσίες τους. Μια σειρά από μυστηριώδεις δολοφονίες συγκλονίζει την άλλοτε ήσυχη αυτόχθονα κοινότητα, προκαλώντας την επέμβαση του FBI…
Μια αληθινή ιστορία την οποία μετέφερε πρώτα στο χαρτί ο best-seller συγγραφέας David Grann και ανέλαβε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη ο τεράστιος Eric Roth (oscar για το Forrest Gump), γίνεται από τον Martin Scorsese μια μεγαλοπρεπής saga που μας μεταφέρει στην Οκλαχόμα της δεκαετίας του 1920 όπου τα (θηλυκά κυρίως) μέλη της φυλής Οσέιτζ, που είχαν πλουτίσει λόγω του πετρελαίου που ανακαλύφθηκε στη γη τους, αρχίζουν να δολοφονούνται το ένα μετά το άλλο.
Να ξεκινήσουμε με τις αντιρρήσεις; 206 λεπτά για να αποτυπωθεί η τραγική ιστορία των Όσεϊτζ ίσως σήμερα είναι υπερβολικά και αρμόζουν περισσότερο σε μια μίνι σειρά παρά σε μια ταινία φτιαγμένη για τη μεγάλη οθόνη, όσο και αν τα 200 εκατομμύρια του προϋπολογισμού είναι όλα εκεί πάνω στην οθόνη και λάμπουν σαν χρυσάφι! Η υπερβολική διάρκεια όσο καλή και φροντισμένη να είναι μια ταινία, ίσως φέρνει κόπωση σε μερίδα θεατών. Κυρίως των θεατών που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις λεπτομέρειες της Αμερικανικής Ιστορίας.
Οκ τα είπαμε και τα επισημάναμε και πάμε παρακάτω. Με τις πρώτες νότες του soundtrack του αείμνηστου πλέον Robbie Robertson, που ντύνουν την εντυπωσιακή εισαγωγή του θεατή στα απέραντα λιβάδια της Οκλαχόμα, γνωρίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη σύγχρονη οπτικοακουστική συμφωνία, με ένα ταξίδι στην αφήγηση, ένα άλλο εξίσου αριστουργηματικό Once Upon A time in America! Και αναρωτιόμαστε: ποιος είναι αυτός ο νεαρός δυναμικός δημιουργός πίσω από το φακό, αυτός είναι ο Marty που αισίως περπατάει τα 81 του χρόνια; Ναι, οι Δολοφόνοι του είναι αφηγηματικά μια νεανική ταινία. Διαυγής και οργισμένη, βίαιη και τρυφερή ταυτόχρονα, ενίοτε συνταρακτική και πάντα απρόβλεπτη οπτικά. Ένα μεγαλειώδες κοινωνικό και πολιτικό fresco που συνδέει όλες τις παθογένειες που οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στην προβληματική εικόνα του παρόντος. Απληστία, συνωμοσία, έγκλημα, υποκρισία σε μια διαλεκτικά άψογη σύνθεση.
Να μιλήσουμε για τα εργαλεία του Μαέστρου; Πρώτα από όλα για την Lily Gladstone που ενσαρκώνει στο άρρωστο σώμα του χαρακτήρα της Μόλι, μέσα από μια πολυεπίπεδη ερμηνεία, όλο τον πόνο και την απώλεια του αυτόχθονα Αμερικανικού πολιτισμού, τον πλούτο του οποίου εποφθαλμιά ένας καταχθόνιος «ευεργέτης». Ο Robert De Niro που υποδύεται αυτόν τον άπληστο, χτίζει με μαεστρία το πορτραίτο ενός Μακιαβελικού Ηγεμόνα, ενός Διαβόλου που κρύβεται στην καρδιά ενός καταδικασμένου παραδείσου. Μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του εδώ και άπειρα χρόνια. Ενός διαβόλου που σέρνει πίσω του ένα διαβολάκο, έναν νεαρό ανηψιό, αποπροσανατολισμένο και έτοιμο να βυθισθεί στην όποια ανηθικότητα του προτείνει ο μέγας ευεργέτης και θείος (που επίσης είναι Τέκτονας και Εβραϊκής καταγωγής, ιδιότητες που τονίζονται ιδιαίτερα στην ταινία). Ο Leonardo Di Caprio στο ρόλο του ανηψιού Έρνεστ, μιας tabula rasa έτοιμης να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο εξόντωσης, είναι απλά ασύλληπτος στον τρόπο που καθοδηγεί τον αφηγηματικό άξονα της ταινίας μέσα από έναν φανερά χαμερπή και αδύναμο «ήρωα».
Αφήνουμε κατά μέρος τις υπόλοιπες ερμηνευτικές εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει ο Scorsese αλλά και την αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το Hollywood αντιλαμβάνεται την Ιστορία. Πρόκειται για ένα κομμάτι της ταινίας που θα περάσει στην ανθολογία του Αμερικανικού Κινηματογράφου.
Jack Fisk στην Καλλιτεχνική Διεύθυνση, Jacqueline West στα κοστούμια και η θρυλική Thelma Schoonmaker στο μοντάζ ολοκληρώνουν το μεγάλο όραμα του θεωρούμενου σημαντικότερου εν ζωή Αμερικανού σκηνοθέτη. Εμείς απλά το απολαμβάνουμε καθώς η Ακαδημία ξεσκονίζει τα επόμενα Οσκαρικά αγαλματίδια.
Τάσος Ντερτιλής
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα grandmagazine.gr