Δυο ανήλικα αδέρφια, ο Τόνι και ο Νοέ, παίζουν επικίνδυνα, ανταγωνιστικά παιχνίδια στην παραθαλάσσια περιοχή που μένουν. Αν και το συμβάν, που καθορίζει όσα θα ακολουθήσουν και αποτελεί το βασικό σεναριακό εύρημα του έργου, έρχεται μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο, θεωρούμε φρονιμότερο να μην το αποκαλύψουμε. Θα πούμε μόνο ότι το στοιχείο του φανταστικού συστήνεται νωρίς και ότι κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης πράξης ή, πιο σωστά, αυτού του εκτεταμένου προλόγου, δύο ανήλικα παιδιά, ο Νοέ και η Κασσάνδρα, η οποία νιώθει ενώνει έλξη για τον Τόνι, θα κάνουν από μια ευχή έκαστο και κάποια δύναμη εκεί έξω θα τα ακούσει και θα τις εκπληρώσει. Λίγο αργότερα, τα δυο αδέρφια θα μετακομίσουν μαζί με τη μητέρα τους σε άλλη πόλη, αφήνοντας πίσω τον κακοποιητικό πατέρα τους. Δέκα χρόνια μετά, ο θάνατος του τελευταίου θα φέρει τον Τόνι και τον Νοέ πίσω στο μέρος που μεγάλωσαν, όπου θα συναντήσουν ξανά την Κασσάνδρα.
Μην ξεγελαστείτε, η ταινία αντιμετωπίζει κυριολεκτικά το μεταφυσικό της εύρημα, δεν υπάρχει τίποτε αμφίσημο κι αυτό την τοποθετεί στη σφαίρα του μαγικού ρεαλισμού. Όποιος θεατής δεν αποδεχτεί τη σύμβαση, μάλλον θα δεινοπαθήσει. Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι το μεταφυσικό κομμάτι είναι υπαρκτό στο σύμπαν της ταινίας και όχι στο μυαλό κάποιου χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι δεν έχει και αλληγορική λειτουργία. Οι ευχές που κάνουμε μικροί δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε εκείνα που χρειαζόμαστε μεγάλοι κι αυτό αποτελεί το ένα μάθημα που θα πάρει ο ήρωας. Το άλλο είναι ότι μια καλοπροαίρετη, αγορίστικη υπόσχεση σε κάποιον αγαπημένο, δεν μπορεί να σε κρατά δέσμιο στην ενήλικη ζωή σου, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που να εμποδίζει την ανάπτυξή σου. Κι αυτό λειτουργεί αμφίδρομα, πρέπει πρώτος πρέπει να το αντιληφθεί ο αγαπημένος που ζήτησε την υπόσχεση. H φράση «you must kill your darlings», που αποδίδεται στον Φόκνερ, δεν αφορά μόνο την τέχνη και τη διαδικασία της δημιουργίας – άλλωστε η τέχνη μιμείται τη ζωή, όχι;
Τα προβλήματα του ντεμπούτου του Σιμόν Ριτ είναι η μικρομηκάδικη λογική της δραματουργικής ανάπτυξης της ιστορίας του, η αφοσίωσή σε έναν «φεστιβαλικό» ρυθμό, που δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την (ενίοτε αποτελεσματική) αποτύπωση της κάψας και της νιότης, καθώς και το φλερτ με την πρόκληση, που σχεδόν έχει καταλήξει κλισέ ενός σινεμά που, σε πρώτη φάση, φιλοδοξεί να κάνει τον γύρο των φεστιβάλ. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορείς να παραβλέψεις ότι υπάρχουν αρκετά εδώ μέσα, ώστε να τρέφεις βάσιμες ελπίδες για ένα θέαμα που θα αφήσει όντως «σημάδια», όταν ο σκηνοθέτης ξεπεράσει όποιες «υποσχέσεις» έχει δώσει στο παρελθόν και ενηλικιωθεί δημιουργικά.
Γιάννης Βασιλείου
Το κείμενο δημοσιομεύtηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr