Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν η γυναίκα που έγραψε τους στίχους για μερικές από τις μεγαλύτερες και πιο αξιομνημόνευτες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Αυτή είναι η ζωή της.
Ζούμε με τα τραγούδια. Τα τραγούδια, θέλοντας και μη, γίνονται το «soundtrack» της ζωής μας. Η επανάληψη τα μετατρέπει (έως και) σε μέρος του λόγου μας. Οι στιγμές τα κάνουν πιο δικά μας. Η μνήμη τα συνδέει με το βίωμα. Προσωπικά, δεν έχω την καλύτερη σχέση με τα ελληνικά τραγούδια. Δηλαδή, δεν είμαι (καθόλου) το είδος του θεατή που θα μπορούσε να «πιάσει» ή (και) να αγγίξει η «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή. Αλλά σέβομαι τη σημασία που έχουν τα τραγούδια στη ζωή των ανθρώπων. Και από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε τούτο το έργο, ένιωσα ένα ανεξήγητο βούρκωμα στα μάτια, βλέποντας το φιλμ να με πηγαίνει πίσω στις ρίζες. Όχι του Μικρασιατικού δράματος, αλλά σ’ εκείνες των τραγουδιών της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Αυτή εδώ η ταινία μας αφηγείται με εντελώς ξεκάθαρο, βατό και «απλοϊκό» τρόπο δύο πράγματα: πώς ήταν η ζωή αυτής της γυναίκας και πώς έγραφε τα τραγούδια της. Ο χειρισμός του σεναρίου και ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθεσία το οπτικοποιεί και του δίνει ψυχή, δηλώνουν μία αφοσίωση στο πρόσωπο της ηρωίδας και εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό. Η «Ευτυχία» δεν είναι ένα έργο περιόδου που επιχειρεί να καταγράψει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση των δεκαετιών στις οποίες έζησε η Παπαγιαννοπούλου, αλλά ένα «μικροσκόπιο» που στέκει πάνω από αυτόν τον άνθρωπο. Και ακολουθεί την πορεία του. Το κάνει και μεταφορικά αυτό, βάζοντάς μας να παρακολουθήσουμε μία τιμητική γιορτή / βράβευση της Παπαγιαννοπούλου, συμβάν το οποίο «διακόπτει» τη ροή του έργου σαν ένα «best of» χαρακτήρων που πέρασαν από τη ζωή της, για να σε κάνει (σταδιακά) να συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για ένα είδος «κατευόδιου» γι’ αυτό το ιστορικό παρελθόν και τα πρόσωπα που πλαισίωσαν την καθημερινότητα και τον προσωπικό βίο της ηρωίδας. Κι αυτό είναι ένα εξαιρετικό εύρημα, το οποίο δίνει και μία πραγματική σκηνή ανθολογίας, όταν η Ευτυχία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη αποχαιρετά (από το έργο) την Ευτυχία της Κάτιας Γκουλιώνη (συνοδεία της μητέρας της ηρωίδας), ώστε να πάρει τα ηνία του ρόλου στην πιο ενήλικη περίοδο της ζωής της. Είναι και η πρώτη φορά που δεν πρόκειται να μείνει μάτι στεγνό μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα…
Η «Ευτυχία» ξεκινά από τον ξεριζωμό των δικών μας ανθρώπων στη Σμύρνη του ’22. Η Παπαγιαννοπούλου, με τη μάνα και τις δυο κόρες της, βρίσκει στην Αθήνα σχεδόν ό,τι ποθεί χάρη στον σχετικά εύπορο σύζυγό της, τον οποίο όμως δεν αγαπά πια (ή και ποτέ, ίσως). «Σκληρό καρύδι» γυναίκας, ανυπόταχτη, ονειροπόλα, γραμματιζούμενη, με κουλτούρα και με ροπή προς τις Τέχνες, η Παπαγιαννοπούλου επιδιώκει τη φυγή από τη συζυγική αιχμαλωσία και αναζητά έναν άλλο τρόπο ζωής, αρχικά μέσω της υποκριτικής. Θα προσεγγίσει τη Μαρίκα Κοτοπούλη και θα της ζητήσει την όποια δουλειά στο θέατρό της, θα έχει έναν ερωτικό δεσμό με τον ηθοποιό Νίκο Αλεξίου, ο οποίος θα την πάρει μαζί του στα μπουλούκια, όμως σύντομα θα καταλάβει πως δεν γεννήθηκε για τέτοια. Πίσω στην Αθήνα, ο σύζυγός της δεν της δίνει διαζύγιο και την αφήνει να φύγει μονάχα με τη μία από τις κόρες τους, φορτώνοντας στην Παπαγιαννοπούλου την πρώτη ουσιαστική δυστυχία της ζωής της. Ταυτόχρονα, τα χαρτάκια στα οποία σημειώνει διαρκώς στίχους, δείχνουν πως μπορούν να φανούν πιο χρήσιμα για το μέλλον της.
Από τη στιγμή που στο πλάνο μπαίνει ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Παπαγιαννοπούλου δείχνει να τραβάει την προσοχή των συνθετών του λαϊκού τραγουδιού, η ηρωίδα ωριμάζει όλο και περισσότερο, απολαμβάνει την ανεξαρτησία της και βρίσκει και την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενός μπάτσου με… λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και γνώσεις! Και το έργο προχωρά με μία αβίαστη αφήγηση μέσα στα χρόνια, παρακολουθώντας τον στενό της κύκλο, τα πρόσωπα τα συγγενικά κι εκείνα που ο δρόμος της ζωής φέρνει μπροστά σου και στέκονται κοντά σου μέχρι… ο θάνατος να σας χωρίσει.
Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που έχει καταφέρει η Κατερίνα Μπέη στο σενάριο, σε συνδυασμό με το πόσο καλά έχει «κάτσει» πάνω του σκηνοθετικά ο Φραντζής. Μιλάμε για συνεργασία η οποία αποδίδει και δίνει ένα φιλμικό αποτέλεσμα που κυλά με τρόπο που σπάνια έχουμε δει στο ελληνικό σινεμά (δεν τολμώ να μετρήσω τα έτη…). Η «Ευτυχία» είναι μία ταινία ανθρωποκεντρική, που προσεγγίζει την ηρωίδα της με γνήσια εσωτερικότητα, λεπτοδουλεμένη και στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και στα λόγια που ξεστομίζουν οι δύο ηθοποιοί που την υποδύονται. Τι να πρωτοπείς για την Κάτια Γκουλιώνη και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη; Η πρώτη συστήνει την Ευτυχία του έργου, γεννάει τον ρόλο από το μηδέν (και γι’ αυτό αξίζει ένα μεγαλύτερο «μπράβο» αναγνώρισης), ολοκληρώνει το… ηλικιακό «χρέος» της σε αυτόν και δίνει ένα απλόχερο και γερό πάτημα στην Καραμπέτη για να πάρει τα ηνία της ιστορίας και να οδηγήσει το φιλμ στις πιο τραγικές του κορυφώσεις. Εδώ δεν τίθεται ζήτημα του τύπου «Ποια είναι η καλύτερη;», αλλά μονάχα ένα προσωπικό, εντελώς υποκειμενικό γούστο (μεγαλύτερης) ταύτισης με τη μία ή την άλλη ηθοποιό. Και οι δύο κάνουν την καλύτερη κινηματογραφική εμφάνιση της καριέρας τους (μέχρι στιγμής). Πόσο κρίμα που στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε βραβεία ποιότητας και σημασίας αντίστοιχης με τις ερμηνείες τους…
Σε επίπεδο παραγωγής, η «Ευτυχία» είναι κάτι το υποδειγματικό. Ο Γιάννης Δρακουλαράκος φωτίζει και… «κλείνει» τα κάδρα του (ειδικά στον σκόπελο που λέγεται εξωτερικά…) με γνώση και εξυπνάδα, προστατεύοντας το σύνολο του έργου, το σκηνογραφικό κομμάτι είναι σχεδόν αλάνθαστο και τίμιο (στο πλαίσιο ενός budget που ούτε μπορεί να εκτοξευτεί «στο Θεό» εν Ελλάδι και σε μία Αθήνα διόλου φιλική στο γύρισμα ταινίας περιόδου), το casting είναι επιπέδου «ένας κι ένας» και λειτουργεί θαυμαστά σαν σύνολο, με δεύτερους ρόλους που δεν προλαβαίνεις να ξεχωρίσεις. Μεγάλος κερδισμένος ο Λουκάς του Θάνου Τοκάκη, δίπλα στα δύο κορίτσια που υποδύονται τις κόρες της Παπαγιαννοπούλου, την Ευαγγελία Συριοπούλου και τη Λίλα Μπακλέση. Θα μπορούσα να κατονομάσω και άλλους ηθοποιούς, αλλά φοβάμαι ότι θα πρέπει να γράψω… τους πάντες!
Μίλησα μονάχα για μία σκηνή ανθολογίας. Έχει περισσότερες η «Ευτυχία». Κρατάτε πρόχειρο ένα μαντίλι όταν ακούσετε το «Όνειρο Απατηλό» (με τη φωνή του Κώστα Τριανταφυλλίδη, σε μία διασκευή ποίημα) και το «Δυο Πόρτες Έχει η Ζωή» (με τη φωνή της Ασπασίας Στρατηγού), γιατί αυτές τις σκηνές θα τις νιώσετε με την καρδιά σας και θα τις πάρετε μαζί σας φεύγοντας από τον κινηματογράφο. Όπως κι εκείνο το στιγμιαίο βλέμμα της Καραμπέτη, που κρυφοχαμογελά μέσα στο σύννεφο του καπνού από το τσιγάρο της, στο λυτρωτικό φευγιό της ηρωίδας. Με τις… περασμένες της αγάπες. Υπέροχο σινεμά. Δικό μας. Επιτέλους.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr