Στη Νάπολη της Κομόρα μας μεταφέρει ο Ιταλός Μάριο Μαρτόνε στην δοσμενη με δύναμη και ειλικρίνεια ταινία του, «Νοσταλγία», με τον μεσήλικα ήρωά του να επιστρέφει στη γενέτειρα του ύστερα από 40χρονη απουσία.
Η επιστροφή του δεν είναι μόνο για να προλάβει να δει και να φροντίσει τη γριά μητέρα του αλλά και να αντιμετωπίσει το ένοχο παρελθόν που τον στοιχειώνει. Παρελθόν που, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Φελίτσε (μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), έχοντας δουλέψει για χρόνια στην Αφρική, παντρευτεί και ασπαστεί τον ισλαμισμό, αποκαλύπτει στον φιλικό καθολικό ιερέα της περιοχής πως στην εφηβική του ηλικία, ο Ορέστης, ο κολλητός του φίλος (που τώρα είναι ο αρχηγός της τοπικής Κομόρα), σκότωσε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που προσπάθησαν να ληστέψουν. Ένας φόνος που από τότε τον στοιχειώνει και που ελπίζει να ξεπεράσει με τη συνάντηση που επιδιώκει με τον Ορέστη.
Όπως αναφέρει και ο τίτλος της ταινίας, η νοσταλγία (από τις λέξεις νόστος που σημαίνει «επιστροφή στο σπίτι» και την ομηρική άλγος που σημαίνει «πόνος») είναι εκείνη που καθορίζει τις πράξεις του ήρωα: γι΄ αυτόν η Νάπολη παραμένει ακριβώς, όπως ήταν πριν από 40 χρόνια, με τους ίδιους κώδικες και τις ίδιες σταθερές φιλίες, αν και, όπως του λένε οι παλιοί του φίλοι καθώς και ο ιερέας, τα πράγματα και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, μαζί και ο παλιός του φίλος, που τώρα έχει μετατραπεί σε ένα βίαιο, αδίστακτο δολοφόνο παιδιών – «φύγε», είναι η καλύτερη συμβουλή που του δίνουν. Αντίθετα, ο Φελίτσε πιστεύει πως οι άλλοι, όπως και ο ίδιος, έχουν τώρα αλλάξει προς το καλύτερο… Η νοσταλγία όμως δεν μπορεί να τον σώσει…
Ο Μαρτόνε καταγράφει από τη μια την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί, με τη τοπική μαφία να ελέγχει τη νεολαία, ενώ από την άλλη, παρουσιάζει τον αγώνα των πολιτών, μ’ επικεφαλής τον ιερέα της περιοχής, να σταματήσουν τα εγκλήματα και να αλλάξουν την πορεία της βασανισμένης τους πόλης. Σε μια σκηνή, ο ιερέας, ύστερα από το φόνο ενός παιδιού, αρνείται να αφήσει τους πιστούς να εισέλθουν στη εκκλησία, επιλέγοντας να τους μιλήσει έξω απ’ αυτήν, καλώντας τους να αντισταθούν στην Κομόρα, ενώ σε άλλες σκηνές δείχνει τις προσπάθειες του ιερέα και της ομάδας του να βοηθήσουν τους νέους να βρουν το δρόμο τους και να ασχοληθούν με την τέχνη που τους αρέσει. Με αυτούς τους νέους και τις νέες της περιοχής (που είναι και η ελπίδα της αλλαγής) φτιάχνει και την ωραία ορχήστρα που παρακολουθούμε να παίζει προς το φινάλε της ταινίας.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr