Ένα από τα καλύτερα και πιο συγκινητικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών που σε αφήνει ανοχύρωτο.
Στην κατηγορία "aftersun" ανήκουν όσες αλοιφές χρησιμοποιούνται για να ενυδατώσουν τα εγκαύματα που προκαλούνται από τον ήλιο. Όσο… σκληραγωγημένο κι αν είναι ένα δέρμα, το εύθραυστο κέλυφος που περικλείει το "μέσα" του ανθρώπου, δεν είναι αρκετό για να αμυνθεί απέναντι σε δυνάμεις οι οποίες μπορούν να το τραυματίσουν, όπως οι ακτίνες του ήλιου. Για να προστατευτεί χρειάζεται ένα φάρμακο, το οποίο δρα με φαινομενικά δυσερμήνευτους τρόπους, αλλά είναι απαραίτητο προκειμένου να μη μείνει ανεπανόρθωτα πληγωμένο.
Η σκηνοθέτρια Σάρλοτ Γουέλς δεν επέλεξε τυχαία τη λέξη "Aftersun" για να ονοματίσει το ντεμπούτο της. Από τη μία οι αντιηλιακές κρέμες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα σημεία σωματικής επαφής για τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της δημιουργού, ένα 11χρονο κορίτσι (Φράνκι Κόριο) και τον 30χρονο πατέρα της (Πολ Μεσκάλ), οι οποίοι περνούν ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές μαζί ώστε να αναθερμάνουν τη σχέση τους. Από την άλλη, στην εξέλιξή της η ταινία αποκτά αθόρυβα μια λυτρωτικά καταπραϋντική ικανότητα, η οποία από το πουθενά επιδρά σαν διαπεραστικό βάλσαμο στην ψυχή.
Η πολύτιμη ιδιαιτερότητα του "Aftersun" έγκειται στο πόσο αβίαστα μα και εύστοχα απεικονίζει μία από τις πιο περίπλοκες περιόδους της ανηλικότητας. Εκείνη που ενώ το υποκείμενο δειλά δειλά ανεξαρτητοποιείται, ταυτόχρονα συνειδητοποιεί πως οι γονείς του είναι επίσης αυθύπαρκτα όντα, με τις δικές τους αντιφάσεις και ψεγάδια. Ακόμα σπουδαιότερος, ο αδιόρατος τρόπος με τον οποίο η σκηνοθεσία της Γουέλς δημιουργεί υποσυνείδητα τον αφηγηματικό χώρο ώστε η πλοκή να μη φορτιστεί μόνο από το φέρσιμο των χαρακτήρων, αλλά και από τα βιώματα που "κουβαλούν" όσοι παρακολουθούν την ταινία. Χωρίς να γίνει εύκολα αντιληπτό, οι άμυνες ξεχαρβαλώνονται κομμάτι κομμάτι, ώσπου ο καθένας να βρεθεί ακινητοποιημένος και ανοχύρωτος στη θέση του. Σαν να παρακολουθεί ένα ξεχασμένο VHS με συλλογή αναμνήσεων οι οποίες αποδείχθηκαν σημαδιακές, όπως ένα "αντίο" που δεν ήταν ακόμη οριστικό.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr