Πράξη πρώτη. Ένας ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης και η σεναριογράφος σύζυγός του μοιράζονται έναν ιδιόρρυθμο ερωτικό δεσμό. Εκείνη σκαρφίζεται ιστορίες στη διάρκεια της ερωτικής πράξης, ενώ την επόμενη μέρα θυμάται ελάχιστα από όσα είχε συλλάβει πάνω στην έξαψη της ηδονής. Εκείνος τη βοηθά να ανακαλέσει τα βασικά σημεία της ιστορίας, ενώνει τις τελείες, θέτει την πλοκή σε κίνηση, ξετρυπώνει τη συνέχεια και την τελική κατάληξη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Γιουσούκε και η Ότο μοιράζονται πολλά περισσότερα. Υποφέρουν και οι δύο από ένα ανεπούλωτο τραύμα, συντηρούν ανομολόγητα μυστικά ο ένας από τον άλλο, συνδέονται με μια επίμονη αγάπη που εξακολουθεί να βαστά και να αντέχει σε πείσμα όλων των παραπάνω.
Το απόσταγμα από το το εισαγωγικό σκέλος του πολυβραβευμένου Drive My Car του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι είναι διπλής κατεύθυνσης. Σε αυτό το σύμπαν, η διαδικασία του storytelling είναι πάθος και λαγνεία, μια αληθινή σαρκική και ψυχική μυσταγωγία, γεμάτη έκσταση και παραφορά. Ταυτόχρονα, όμως, ισχύει και το ακριβώς αντίστροφο. Το ερωτικό πάθος, η αγάπη, το νοιάξιμο, η συντροφικότητα, ο δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους, όσο αυθεντικά και ατόφια κι αν δείχνουν σε παρόντα χρόνο και στην κάψα της στιγμής, δεν παύουν να είναι μια ακόμη ιστορία που αφηγούμαστε ξανά και ξανά στους εαυτούς μας και σε όσους μας περιβάλλουν. Κι όπως σε κάθε ιστορία, οι εκδοχές είναι αμέτρητες, ανάλογα με το ποιος κρατάει τα γκέμια της αφήγησης.
Λίγο αργότερα, σε μια φαινομενικά ανύποπτη σκηνή, οι ρόδες του αυτοκινήτου που δεσπόζει στον τίτλο συγχωνεύονται με τη μαγνητική ταινία μιας κασέτας. Από εδώ και στο εξής, θα πορευτούν στον ίδιο δρόμο γιατί το ένα δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από το άλλο. Οι ιστορίες και οι μύθοι είναι το καύσιμο που κινεί το όχημα της ζωής, είναι το προαιώνιο στήριγμα που βοηθά τους ανθρώπους να νοηματοδοτήσουν ένα μυστήριο εξ ορισμού ανεξήγητο.
Και μόλις ο πρώτος κύκλος γνωριμίας με τον Γιουσούκε και την Ότο φτάσει στο τέλος του, μέσα από μια αναπάντεχη τραγωδία, οι εναρκτήριοι τίτλοι της ταινίας θα εμφανιστούν αιφνιδιαστικά στην οθόνη. Όσα έχουμε δει μέχρι τώρα ήταν απλώς το πρελούδιο: η αληθινή ιστορία τώρα ξεκινά. Διόλου τυχαία, μάλιστα, σε μια διαδρομή αναμέτρησης και συμφιλίωσης με το παρελθόν, απουσιάζουν εντελώς τα φλάσμπακ και οι αναδρομές. Για τους ήρωες της ταινίας, το παρελθόν μπορεί να γιατρευτεί μονάχα αν αναμετρηθεί με το παρόν και σμιλευτεί με το μέλλον.
Πράξη δεύτερη. Ο Γιουσούκε, ακροβατώντας ανάμεσα στο ημιτελές πένθος και τη σιωπηλή πίκρα της προδοσίας, αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει μια παράσταση του Θείου Βάνια στη Χιροσίμα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το τσεχοφικό έργο και η πένθιμη κληρονομιά της πόλης λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Από τη μια, η πόλη που εξαφανίστηκε από τον χάρτη και παλεύει να κοιτάξει μπροστά, γιατί όσο κοιτάει πίσω δεν θα αντικρίσει τίποτα άλλο από τη φρίκη, τον θάνατο και την απελπισία. Από την άλλη, ο θείος Βάνια και η Σόνια, μελλοντικοί εξόριστοι από τον οχυρωμένο τους κόσμο, αναγκασμένοι να κοιτάξουν μπροστά γιατί πίσω τους υπάρχει μόνο η πίκρα μιας ξοδεμένης και σκληρής ζωής.
Φτάνοντας στη Χιροσίμα, ο Γιουσούκε υποχρεώνεται να αποχωριστεί τον πιο πιστό του σύντροφο, το κόκκινο Saab 900, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής του τελετουργίας. Οδηγώντας ολομόναχος για ώρες, προφυλαγμένος αλλά και εγκλωβισμένος από τον έξω κόσμο, ο Γιουσούκε ακούει τη φωνή της Ότο ασταμάτητα, πασχίζοντας να ξεχάσει και να θυμηθεί, παλεύοντας να αποστηθίσει και να υποδυθεί τους ρόλους που του ανέθεσε η ζωή. Δυστυχώς για τον ίδιο, ένας υπέρμετρα προστατευτικός κανονισμός (σαν μια χιουμοριστική υπόμνηση ότι το τραύμα δεν θεραπεύεται ποτέ με συνταγή) τού απαγορεύει να οδηγεί το αμάξι του. Κάπως έτσι, η Μασάκι, η νεαρή οδηγός που αναλαμβάνει χρέη προσωπικού σοφέρ, γίνεται ο μόνος άνθρωπος που αποκτά πρόσβαση στο άβατο του Γιουσούκε.
Το κόκκινο Saab μεταμορφώνεται σταδιακά σε εξομολογητήριο, όπου δύο τσακισμένοι άνθρωποι μοιράζονται τις βασανιστικές ενοχές, τα βάρη, τα δίκαια παράπονα και τα κρίματα που έχουν συσσωρεύσει μέσα τους, χτίζοντας κουβέντα με την κουβέντα και βλέμμα με το βλέμμα μια μικρή γέφυρα προς τη λύτρωση. Ό,τι χρειάζεται να γνωρίζουμε για τη μεταξύ τους επαφή συμπυκνώνεται σε ένα και μόνο κάδρο σπάνιας δύναμης και ομορφιάς. Δύο χέρια και δύο τσιγάρα, δίπλα-δίπλα, στην οροφή του αμαξιού, θαρρείς ξεκομμένα από τον χώρο και τον χρόνο, σε μια σύγκλιση πέρα από τις λέξεις και τις πράξεις, μια κοινή ένδειξη σεβασμού απέναντι σε έναν χώρο ιερό και απαραβίαστο.
Πράξη τρίτη. Η παράσταση του Θείου Βάνια που σκηνοθετεί ο Γιουσούκε θυμίζει ασιατικό πύργο της Βαβέλ. Οι ηθοποιοί έχουν καταγωγή από διαφορετικές χώρες της Ασίας και ο καθένας εκφωνεί τον ρόλο του στη δική του γλώσσα, σε έναν υπέροχο συμβολισμό για τον οικουμενικό χαρακτήρα της τέχνης, αλλά και για τις χίλιες και μία όψεις που κρύβει μέσα του κάθε διαχρονικό αριστούργημα. Η τέχνη είναι βίωμα συλλογικό και συγχρόνως βαθιά προσωπικό, είναι το μόνο μας παυσίλυπο και η πιο αποτελεσματική γιατρεία, είναι μια εσωτερική φωνή που μιλά σε μια γλώσσα πανανθρώπινη και αλληγορική, όπως μας αποδεικνύει η υπνωτιστική σκηνή με την οντισιόν της κωφάλαλης ηθοποιού.
Παράλληλα, δείχνοντας τον Γιουσούκε να επιμένει σχεδόν εμμονικά στην πρωτόλεια δύναμη του τσεχοφικού κειμένου, ο Χαμαγκούτσι μάς υπενθυμίζει ότι κάθε καινούργια ανάγνωση της ζωής μας κρύβει μέσα της έναν ωκεανό από ανεξερεύνητες δυνατότητες και πιθανότητες. Σταδιακά, όλα τα κομμάτια του παζλ θα προσγειωθούν στη θέση τους. Το κατακόκκινο Saab θα διασχίσει το πάλευκο τοπίο και ο Γιουσούκε θα αντιληφθεί πως όσο και να περιπλανηθούμε, η σύγκρουση με τον εαυτό μας είναι αναπόφευκτη, όσο και αναγκαία. «Θα ζήσουμε, θείε Βάνια», μονολογεί στωικά και μελαγχολικά η Σόνια στο σπαρακτικό φινάλε και τα λόγια της μοιάζουν με εντολή και παρηγοριά μαζί.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr