«Πέταξε το κινητό σου στη θάλασσα, όσο πιο βαθιά γίνεται, και μην το πεις σε κανέναν». Μια τυπική προτροπή σε ένα αστυνομικό θρίλερ (η απομάκρυνση ενός ενοχοποιητικού στοιχείου ενδεχομένως) γίνεται η πιο ασυνήθιστη ερωτική ικεσία που ακούστηκε στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και για να ανακαλύψετε τη σημασία της, πρέπει να δείτε την επιστροφή του Παρκ Τσαν-γουκ στις Κάννες μετά από έξι χρόνια ‒ με την Υπηρέτρια το 2016 είχε φύγει, περιέργως, με άδεια χέρια από την Croisette.
Η Απόφαση Φυγής, που χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας στον Παρκ, κινείται γύρω από έναν αναλυτικό, υπεύθυνο ντετέκτιβ και μια «μαύρη χήρα», μια γυναίκα που είναι πολύ πιθανόν να έχει σκοτώσει τον άνδρα της, αλλά η πληθώρα των ενδείξεων δεν φαίνεται αρκετή να την καταδικάσει. Λέει ψέματα; Μήπως η μπλαζέ, ασυγκίνητη στάση της απλώς μπερδεύει όσους έχουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο δολοφόνου στο μυαλό τους; Ένα είναι σίγουρο: ο πρωταγωνιστής έχει κολλήσει με την περίπτωσή της, την παρακολουθεί στενά, εισχωρεί στην καθημερινότητά της, ξεψαχνίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής και του παρελθόντος της και ο Παρκ Τσαν-γουκ τον τοποθετεί νοερά δίπλα της, μέσα της, ακόμα κι αν δεν έχει συμβεί τίποτε σαρκικό μεταξύ τους ‒ εκείνη συντονίζεται με τον διώκτη της, αλλά εκείνος είναι μίζερα παντρεμένος και προφανώς διστάζει να μπερδέψει την επιθυμία του με μια σοβαρή επαγγελματική εκκρεμότητα.
Η υπόθεση παίρνει διαστάσεις εμμονής και μαζί με τα ύψη και ένα συνεχές παιχνίδι διπλών ειδώλων η ταινία, με το υδάτινο στοιχείο, τα κοντινά στα μάτια και τους υπαινιγμούς μιας πτώσης από ψηλά, κλείνει το μάτι στον Δεσμώτη του Ιλίγγου, στροβιλιζόμενη πανέξυπνα γύρω από αυτόν (ο σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι δεν επιχείρησε συνειδητά φόρο τιμής σε μία από τις αγαπημένες του ταινίες). Το homage στο Vertigo είναι ένα ευτυχισμένο φάντασμα που πλανάται πάνω από τη θεματική της αμφιβολίας και δεν καταλαμβάνει ζωτικό χώρο στην Απόφαση Φυγής, γιατί είναι τέτοια η μαεστρία του Κορεάτη δημιουργού στο ξεδίπλωμα της πλοκής μέσω του μοντάζ, που διευκολύνει τον θεατή να παρακολουθήσει κάτι πυκνό και ιντριγκαδόρικο, ενώ συναισθάνεται ταυτόχρονα το αμοιβαίο παράπονο των ηρώων: η Seo-rae έχει το μειονέκτημα της ξένης, ούσα Κινέζα στην Κορέα, ισχυρίζεται πως είναι αθώα και δεν είναι σίγουρη πως εισακούγεται· κυρίως πιστεύει πως ο Hae-jun την έχει ως μία ακόμη φωτογραφία στον τοίχο των άλυτων μυστηρίων του, μια περίπτωση που του ξέφυγε.
Ο ντετέκτιβ δεν σταματά να την υποψιάζεται, ακόμα κι όταν η έλξη θολώνει την κρίση του. Ζει με μια γυναίκα λογική και στεγνή και τώρα καλείται να εξηγήσει την παραβίαση του αξιακού του συστήματος και της «λογικής» του αξιοπρέπειας. Χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει καν, εξομολογείται. Το θέμα της ταινίας είναι ποια είναι η φύση της απιστίας απέναντι στο καθήκον και τον έρωτα. Και αν τελικά η χειρότερη τιμωρία είναι η έλλειψη αποφασιστικότητας, η δειλία.
Συμβαίνουν τόσο πολλά σε κάθε κάδρο του master της στυλιζαρισμένης εκδίκησης, που ένα και μόνο βλέμμα αρκεί για να δώσει τη σκυτάλη στο επόμενο πλάνο ‒ ό,τι κοιτάζει ο ήρωας, το εκπληρώνει ο Παρκ, είτε «τηλεμεταφέροντας» τους πρωταγωνιστές σε κοινούς χώρους είτε ενώνοντας σχεδόν μεταφυσικά τις επιθυμίες τους, χωρίς ποτέ να ξεφύγει από την πλοκή και το σενάριο, που αποτελείται από δύο μέρη και ενισχύεται από ηθοποιούς αφοσιωμένους στους ρόλους τους ‒ μαγνητική η Τανγκ Γουέι. Έχει σημασία, σε επίπεδο εγκληματολογικό, πότε συμβαίνουν όλες οι πράξεις που ενδεχομένως θα ενοχοποιήσουν τη Seo-rae. Απ’ την άλλη, οι χρονομετρημένες λεπτομέρειες λειτουργούν ως παραπλανητικό άλλοθι στον Παρκ, για να ανοίξει τον χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ της γνωριμίας του αστυνομικού και της χήρας και της συνειδητοποίησης των αληθινών προθέσεων.
Η Απόφαση Φυγής τιμά τον τίτλο της: είναι ένα σοβαρό παιχνίδι του χρόνου και του χειρισμού του, ανάλογα με το θάρρος και την ενσυναίσθηση καθενός από τους εμπλεκόμενους. Το μπαρόκ κυνηγητό που συνθέτει με κλασικά «αστυνομικά» υλικά, μια αινιγματική γυναίκα, ένα πτώμα που φωτογραφίζει θολά τον ένοχο και έναν ερωτοχτυπημένο διώκτη του εγκλήματος, μεταμορφώνει την επίμονη αναζήτηση του «γιατί» ενός ακόμη detective story σε λαβύρινθο των παθών, πλημμυρισμένο με ζωηρή κινηματογραφική φαντασία και εικόνες εικαστικής ομορφιάς και συναισθηματικής συντριβής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr