Μενού

ΜΕΡΟΣ 4 - Ζαν Ρενουάρ: ένας καλλιτέχνης του οποίου ο καμβάς ήταν ταινία

1334

Επιστροφή στην Ευρώπη μέσω Ινδίας

Το επόμενο σχέδιο του το πρότεινε σε πολλούς παραγωγούς, αλλά συνάντησε την αδιαφορία τους. Τελικά βρήκε τα χρήματα και το 1951 γύρισε την πρώτη έγχρωμη ταινία του στην Ινδία με βοηθό τον μετέπειτα μεγάλο ινδό σκηνοθέτη Σαγιατζίτ Ρέι. Πρόκειται για την κινηματογραφική διασκευή της νουβέλας «Το ποτάμι/The river» της Ράμερ Γκόντεν, μια ταινία που είναι τόσο διαλογισμός σχετικά με τη σχέση των ανθρώπων με τη φύση, όσο και μια ιστορία ενηλικίωσης τριών νεαρών κοριτσιών στην αποικιοκρατική Ινδία. Η φύση ως βιταλιστική δύναμη και πηγή αιώνιας ομορφιάς, και ειδικά η ροή των υδάτινων σχηματισμών, έγινε εμφανής στο έργο του Ρενουάρ από την πρώτη του ταινία «La Fille de I’Eau». Αυτή η διαχρονική γοητεία έφτασε στην υπέρτατη έκφρασή της στο «Ποτάμι», το οποίο σκηνοθέτησε υπό συνθήκες απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας. Το αποτέλεσμα είναι μια εκθαμβωτική ταινία, φωτογραφημένη υπέροχα από τον ανιψιό του, Κλοντ Ρενουάρ, μια ταινία τόσο πλούσια σε αλληγορική ποίηση, όσο και σε εικαστική  ομορφιά. Σε αντίθεση με άλλες ταινίες που χρησιμοποιούν τα εξωτικά τοπία για την ενίσχυση του θεάματος τους, η οπτική του Ρενουάρ δεν διακατέχεται από τουριστική αισθητική, αλλά από κομψή παρατηρητικότητα και φιλοσοφική ενατένιση. Η ταινία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό, το οποίο είχε αδιαφορήσει για τις προηγούμενες ταινίες της αμερικάνικης περιόδου του, και σηματοδότησε τη μεγάλη επιστροφή του Ρενουάρ στις ουμανιστικές ταινίες της νιότης  του.

Τώρα, με πλήρη γνώση ενός ώριμου στυλ που αντανακλούσε την προσωπικότητα του  -ευαισθησία, θέρμη και ανθρωπιά- επέστρεψε στην Ευρώπη κάνοντας μια άτυπη  τριλογία σε εκθαμβωτικό Technicolor από μουσικές κωμωδίες με θέματα που αφορούσαν το θέατρο, την πολιτική και την εμπορευματοποίηση του έρωτα. Σταμάτησε πρώτα στην Ιταλία, όπου σκηνοθέτησε την «Χρυσή Άμαξα/ Le Carrosse d‘or»(1953), χαλαρά εμπνευσμένη από διήγημα του Μεριμέ. Συνδυάζοντας τα ταλέντα ενός ζωγράφου και ενός δραματουργού, με αυτό το πολυτελές έργο δείχνει την αγάπη του για τους ηθοποιούς και το επάγγελμά τους. Η ταινία αξιοποιεί μοναδικά τα ερωτικά διλήμματα μιας ηθοποιού -της σαρωτικής Άννα Μανιάνι- και την ηθελημένα προσχηματική υπόθεση δίνοντας έναν ευρηματικό στοχασμό πάνω στις λεπτές ισορροπίες που χωρίζουν την τέχνη από τη ζωή. Φόρος τιμής στην Commedia dell’arte, αυτό το φιλμ για το θέατρο μέσα στο θέατρο, δομημένο με την αρχή των κουτιών που το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο, συνιστά μία από τις πιο  ραφιναρισμένες ταινίες του. Είναι ένα ανάλαφρο μείγμα νατουραλισμού, ψυχολογικών, πολιτικών και αντιεκκλησιαστικών αναφορών, με τον Ρενουάρ να επαναφέρει τα ζητήματα που τον καίνε: ειλικρίνεια στον έρωτα, «κλίση» στην τέχνη και αντίθεση μυθοπλασίας/πραγματικότητας. Στα χαρίσματα του φιλμ είναι και η πλούσια διακόσμηση, οι όμορφες συνθέσεις του κάδρου, η ευέλικτη  κίνηση της κάμερας και ο κρουστός κινηματογραφικός ρυθμός.

Όπως με το προηγούμενο φιλμ, ο Ρενουάρ  τίμησε την ιταλική Commedia dell’arte του 18ου αιώνα, με το «Γαλλικό Καν Καν/French Cancan» (1955) να αποτίνει φόρο τιμής στα μουσικά παρισινά καφέ του 19ου αιώνα με τους δημοφιλείς τραγουδιστές και χορεύτριες, καθώς και τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του. Σηματοδοτείται έτσι η επιστροφή του στη Γαλλία και το γαλλικό σινεμά μετά την αυτοεξορία του, που άρχισε το 1940. Η ιδιοφυία του σκηνοθέτη μάς χαρίζει ένα πνευματώδες, συναισθηματικό αφιέρωμα στο Παρίσι της Belle Epoque, μια ταινία-γιορτή που δονείται από τους φρενήρεις ρυθμούς του Καν Καν και των ιμπρεσιονιστικών χρωμάτων. Η ταινία αυτή είναι η κορυφαία δημιουργία της τελευταίας του περιόδου, όπου η ζωγραφική του ιμπρεσιονισμού ενώνεται με την εκρηκτική έκφραση της ζωής. Ο Τρυφό στην κριτική του για την ταινία το 1955, την αποκάλεσε «ορόσημο στην ιστορία του χρώματος στο σινεμά».

French Cancan Renoir

Η «Έλενα και οι Άνδρες/Elena et les hommes» (1956) είναι μια ρομαντική φαρσοκωμωδία εποχής με κλασική γραφή, γυρισμένη σε εκτυφλωτικό Technicolor. Το φιλμ απεικονίζει με χάρη και λαμπρότητα τα ερωτικά παιχνίδια ανάμεσα σε μια αισθησιακή κόμισσα (μια απαστράπτουσα Ίνγκριντ Μπέργκμαν) και διάφορους άντρες στο Παρίσι, παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Τα μουσικά ιντερμέδια στο πρώτο μισό του φιλμ συνοδεύουν τον αφηγητή, στο δεύτερο δε μισό, το τραγούδι της Ζιλιέτ Γκρεκό λειτουργεί ως τρόπος παράκαμψης των δραματικών συγκρούσεων.

Με το «Πρόγευμα στη Χλόη/Le Dejeuner sur l‘herbe» (1959) που ακολουθεί, ο Ρενουάρ αποχαιρετά τη δεκαετία του 1950 με έναν πανέμορφο ύμνο στη φύση και κόντρα στην έλευση της εποχής της τεχνολογίας, γυρισμένο σε λαμπρό, άπλετο φως στο σπίτι που ο πατέρας του χρησιμοποιούσε για να ζωγραφίζει στην εξοχή. Το φιλμ αυτό είχε την οπτική ποιότητα της ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής και μια ελκυστική αισθησιακή γεύση, αλλά είχε  ισχνή πλοκή και χαλαρή δομή.

Η «Διαθήκη του Δρ. Κορντελιέ/Le Testament du docteur Cordelier» (1961) είναι μια εκσυγχρονισμένη ελεύθερη προσαρμογή του «Δρ. Τζέκιλ και Κος Χάιντ» του Robert Louis Stevenson. στην οποία χρησιμοποίησε πέντε κάμερες και άλλες τηλεοπτικές τεχνικές, καθώς δημιουργήθηκε αρχικά για τη γαλλική τηλεόραση, με συνέπεια ο Ρενουάρ να μην είναι ποτέ σε θέση να επιβάλει τα δικά του υψηλά καλλιτεχνικά πρότυπα. Αυτή η νέα ματιά στον του Τζέκιλ-Χάιντ ακολουθεί το διαχρονικό λάιτ-μοτίφ του Ρενουάρ για το άτομο που πρέπει να παραμείνει μόνος του επειδή είναι ανίκανο να προσαρμοστεί. Η αρχική ιστορία του Stevenson έχει επικαιροποιηθεί και αποτελεί ένα σχόλιο σχετικά με το δίπολο καλού-κακού στον σύγχρονο κόσμο.

Το «Elusive Corporal» (1962) ήταν μια γλυκόπικρη ωδή στην ελευθερία και την προσωπική αξιοπρέπεια, θέματα που απασχολούσαν και το προγενέστερο αριστούργημα του, «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (1938). Δυστυχώς, ο Ρενουάρ είχε πολύ μικρό έλεγχο στο τελικό μοντάζ της ταινίας, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα απλά ψυχαγωγικό έργο, ενδεικτικό της φθίνουσας πορείας του μεγάλου auteur, αν και πρέπει να νοιώθει περήφανος για την τελική σεκάνς στο Παρίσι που εκφράζει άψογα την ευφορία της ελευθερίας.

Το 1968 γύρισε ένα άκρως διεισδυτικό μικρού μήκους φιλμ με το όνομα «La Direction d’Acteur par Jean Renoir», στο οποίο υποδείκνυε τις μεθόδους που ακολουθούσε με τους ηθοποιούς του.

Το καλοκαίρι του 1971 σκηνοθέτησε την τελευταία ταινία του, «Le Petit Theatre de Jean Renoir», μια γοητευτική σπονδυλωτή ταινία αποτελούμενη από τρία μέρη, μαζί με ένα μουσικό διάλειμμα με τη Jeanne Moreau, γυρισμένο για τη γαλλική τηλεόραση.

Τα τελευταία του έργα της δεκαετίας του 1960 αλλά κι αυτά που παρήγαγε για την τηλεόραση αδυνατούν να φθάσουν στο δυσθεώρητο ύψος των αριστουργημάτων του, αποδεικνύοντας τη φθίνουσα καλλιτεχνική του πορεία.

Εκτός από τις ταινίες του, ο Ρενουάρ έγραψε επίσης το θεατρικό έργο «Orvet» -που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1955 στο Παρίσι-, το μυθιστόρημα « Les cahiers du capitaine Georges» (1966), ένα ανεκτίμητο βιβλίο αναμνήσεων για τον πατέρα του, Ογκίστ (1962), στο οποίο διαφαινόταν η βαθιά επιρροή που άσκησε πάνω στον ίδιο και στο έργο του, και ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Η ζωή μου και οι ταινίες μου» (1974).

Ο Ζαν Ρενουάρ έλαβε ένα τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του, στέφθηκε Ιππότης στη Λεγεώνα της Τιμής από τη γαλλική κυβέρνηση, και ξεψύχησε ήσυχα μια βραδιά του Φλεβάρη στα 1979. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, ένας επικήδειος των «Los Angeles Times» ξεκινούσε με τον τίτλο «Ο Σημαντικότερος Όλων Των Σκηνοθετών». Ήταν υπογεγραμμένος από τον Όρσον Γουέλς, έναν από τους πολλούς ένθερμους θαυμαστές του.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module