Στο West End του ’50, χολιγουντιανό team κάνει την εμφάνισή του για ν’ αγοράσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του θεατρικού σουξέ της «Ποντικοπαγίδας» της Άγκαθα Κρίστι, αλλά τα πάντα «παγώνουν» όταν ο διόλου συμπαθής σκηνοθέτης του μελλοντικού φιλμ δολοφονείται. Άραγε, πρόκειται να μεγαλώσει η λίστα των θυμάτων;
Η επιτομή της χαμένης ευκαιρίας. Έχεις μία άριστης έμπνευσης σεναριακή βάση, κατορθώνεις και προσελκύεις ένα εκλεκτό επιτελείο πρωταγωνιστών και… παραδίδεις το project σε πρωτάρη σκηνοθέτη με τηλεοπτική πείρα! Για να κάνει τι; Ν’ αποδομήσει και σχεδόν να διακωμωδήσει το αγκαθακριστικό σύμπαν των έργων μυστηρίου! Οποίο θράσος!
Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, οι παραγωγοί του «Κοίτα τους Πώς Τρέχουν» όφειλαν να κάνουν κάτι εντελώς απλό: να πάρουν μαθήματα από το παράδειγμα του Ράιαν Τζόνσον και του ευφυέστατου «Στα Μαχαίρια» (2019), το οποίο είχε γράψει και σκηνοθετήσει. Σε αμφότερα πόστα είχε μεγαλουργήσει. Και θα έκανε ακόμη και την Άγκαθα Κρίστι να ζηλέψει! Εδώ, η μακαρίτισσα θα πετούσε ένα μειδίαμα ειρωνείας και θα… χασμουριόταν. Διότι ενώ υπάρχουν οι ιδέες και η σεναριακή ίντριγκα, ο Τομ Τζορτζ (ακούγεται σαν «παρατσούκλι» δημιουργού που ντρέπεται να υπογράψει με το πραγματικό του όνομα) νομίζει πως μπορεί να παίξει με τους κανόνες του έργου μυστηρίου και του screwball ταυτόχρονα. Σε κινηματογραφικό ντεμπούτο!
Έχοντας φτάσει τις εκατό sold out παραστάσεις σε μεγάλη σκηνή του West End, η «Ποντικοπαγίδα» της Κρίστι γίνεται αντιληπτή από το Χόλιγουντ που επιθυμεί να μεταφέρει το έργο στο σινεμά. Βρετανός παραγωγός (με τη «Βασίλισσα της Αφρικής» στο ενεργητικό του) αγκαζάρει σκηνοθέτη από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ο οποίος «σφάζεται» διαρκώς με τον σεναριογράφο της ταινίας, ενώ η παραγωγός του θεατρικού ανησυχεί πως η κινηματογραφική μεταφορά θα «σκοτώσει» την επιτυχία της παράστασης, αφού όλο και περισσότερος κόσμος θα γνωρίζει πως λύνεται το μυστήριο της πλοκής. Έξαφνα, ο ιδιαίτερα απεχθής σκηνοθέτης της ταινίας βρίσκεται δολοφονημένος στα παρασκήνια του θεάτρου, μετατρέποντας τους συντελεστές της παράστασης σε πιθανούς ενόχους ή… μελλοντικά θύματα.
Το εύρημα είναι συναρπαστικό, αλλά το να αναμετρηθείς με την μεγάλη κυρία του είδους παραείναι τολμηρό, πόσω μάλλον η απόπειρα να το εκσυγχρονίσεις με… χιούμορ σχολής Ealing Studios και παλιακής βρετανικής παράδοσης στην κωμωδία. Ο Τζορτζ αστοχεί πλήρως στο να πιάσει ένα σχετικό tempo (ή timing, αν προτιμάτε), κατεβάζοντας σκηνοθετικά το επίπεδο μέχρι και με split screen «ευκολίες», ενώ στην καθοδήγηση των ηθοποιών αποδεικνύεται ακόμη πιο τραγικός. Ο κάθε ηθοποιός παίζει… «στο γάμο του Καραγκιόζη», με πραγματική εξαίρεση την έκτακτη Σίρσα Ρόναν στο ρόλο της ανεκπαίδευτης βοηθού του αστυνομικού ντετέκτιβ Σαμ Ρόκγουελ. Εκείνη «το καρφώνει» (που λένε και αγγλιστί) ως καπάτσα ερμηνεύτρια που και «χρωματίζει» αστεία τις περισσότερες ατάκες της (το λογοπαίγνιο με το επώνυμο Στόκερ στο καμαρίνι του νεαρού – και ήδη ψωνισμένου – Ρίτσαρντ Ατένμπορο ήταν η μοναδική σκηνή στην οποία γέλασα!) και τις συνοδεύει με εκφράσεις «παιδιάστικης» αφέλειας, τη στιγμή που σχεδόν εξιχνιάζει ολόκληρη την υπόθεση, εκείνος επαναλαμβάνει βαριεστημένα και εκ του ασφαλούς μερικές από τις πιο γνωστές του μούτες.
Προσπαθώντας να εστιάσει και να παρακολουθήσει την πλοκή, ο Τζορτζ χάνει πολλά από τα αστεία της υπόθεσης, ο ρυθμός και η ενέργεια της κωμωδίας παίρνουν απουσία από το έργο, ο κανιβαλισμός των χολιγουντιανών κινηματογραφικών στερεοτύπων κάπου καταντά ανούσιος και ανόητα αυτοαναφορικός (η πλάκα με τα flashback είναι έξυπνη για μια φορά, αλλά βάζει τρικλοποδιά στον εαυτό της στη συνέχεια), το whodunit επιφυλάσσει κάτι το σχετικά απρόβλεπτο και… άκυρο (μέγα πρόβλημα των σεναρίων του είδους που θέλουν ν’ αποδείξουν ότι είναι πιο έξυπνα από τους θεατές), ενώ οι σπεσιαλίστες στην «αποκρυπτογράφηση» ανατροπών σίγουρα θα εντοπίσουν από νωρίς με ποια σκηνή ολοκληρώνεται το φιλμ. Το αποτέλεσμα δεν είναι και για να… το βάλεις στα πόδια, όμως, αδικεί κατάφορα μια ωραία ιδέα συνδυαστικής χιουμοριστικής ματιάς επάνω σε ένα έγκλημα μέσα στο… fiction έγκλημα μιας θεατρικής παράστασης ή των παρασκηνίων της προετοιμασίας μιας φιλμικής παραγωγής.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Οι θεατές δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις που συνήθως απολαμβάνουν οτιδήποτε φέρει το όνομα ης Άγκαθα Κρίστι (ακόμη και την όποια σαχλαμάρα που πέφτει σαν «δόλωμα» σε καλοκαιρινούς προγραμματισμούς), θα περάσουν ένα ανέμελο, ψυχαγωγικό δίωρο. Όσοι περιμένουν κάτι σοβαρό σε κωμωδία ή έργο μυστηρίου, μπορούν να περιμένουν να έρθει η στιγμή της… πλατφόρμας του home entertainment. Γι’ αυτούς, το «Κοίτα τους Πώς Τρέχουν» είναι μόνο για… «σκότωμα» χρόνου.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr