Το γαλάζιο από τα πλακάκια και το χλώριο, μια βουτιά και μια ανάδυση σε μια πισίνα – ασφυξία και αναπνοή για να μάθεις λίγο αργότερα ότι ο κινηματογράφος των παιδικών του χρόνων μύριζε ούρα και γιασεμί· εικόνες που μεταφράζονται σε πρωτόγονες -και πρωτόγνωρες- για τον κινηματογράφο μυρωδιές, σεκάνς που γίνεται χρόνος και εποχή. Με τη μαεστρία που μόνο κάτι τόσο ευτελές για τον χώρο της ποίησης, όπως τα ούρα, μπορεί να εξισωθεί μ’ ένα μοσχοβολιστό γιασεμί, ο Almodovar μάς υπογραμμίζει, είκοσι ταινίες μετά το ντεμπούτο του, ότι έφτασε στην ευαίσθητη ηλικία της ενεργής παραίτησης.
Πριν από λίγα χρόνια, σε μια επετειακή προβολή της ταινίας Το Μυστικό μου Λουλούδι, είχε δηλώσει: «Ήθελα να κάνω αυτή την ταινία για να ειπωθεί η φράση “υπάρχει άραγε τρόπος να ξαναείμαστε μαζί;”». Υποκινούμενος από τους νόμους της καρδιάς, επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα με την πιο προσωπική ταινία της καριέρας του, το Πόνος και Δόξα. Αφορμή για το «μυστικό του λουλουδιού» του ήρωα/alter ego του, τον Salvador, θα σταθεί η επαναπροβολή της ταινίας Sabor («Γεύση»), από την οποία εμείς οι θεατές δεν θα δούμε ούτε ένα πλάνο, έτσι ώστε ο καθένας μας να την πλάσει στο μυαλό του όπως επιθυμεί. Και κάπου εκεί αρχίζει ο ήρωας να αυτοβιογραφείται…
Όταν αυτοβιογραφείσαι και είσαι ο Almodovar, οφείλεις να μην είσαι ειλικρινής. Αυτό το υπερτιμημένο είδος, η ιστορία από το πρόσωπο που αισίως θα γίνει μέρος της Ιστορίας μόνο με τον θάνατό του, είναι γεμάτο δικαιολογίες, υποκειμενικότητα και σχεδόν δικαιολογημένο ναρκισσισμό. Στην αυτοκριτική του, ο 70χρονος Pedro δικαιωματικά θα κατηγορήσει και θα αγκαλιάσει τον έρωτα, θα υμνήσει την υποταγή στον πόθο. Αυτές οι σκοτεινές αρετές τον έκαναν να αλλάξει τον ρου της μεταφρανκικής ισπανικής ιστορίας του κινηματογράφου, γι’ αυτές θα μιλήσει μέσα από το προσωπικό του όχημα: τον εαυτό του.
Το γυναικείο σύμπαν πια συντίθεται από ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους άντρες μιας κάποιας συναισθηματικής ηλικίας και τις μεταξύ τους συναντήσεις: ο Salvador Mallo (Antonio Banderas) θα χαρίσει έναντι μικρών δόσεων ηρωίνης στον Alberto Crespo (Asier Etxeandia) τη θεατρική απόδοση της αυτοβιογραφίας του και θα του επιτρέψει να την υπογράψει. Οι πόνοι του σώματος θα κατευναστούν, ο πόνος της καρδιάς, όμως, θέλει απρόβλεπτο φάρμακο που μόνο ο πρώην ναρκομανής εραστής του (και τώρα παντρεμένος οικογενειάρχης) Federico Delgado (Leonardo Sbaraglia) μπορεί να του χαρίσει. Η προσφορά της Mercedes (Nora Navas), που θα οδηγήσει στη σωματική θεραπεία του Salvador, θα είναι δεδομένη˙ τίμημα της φιλίας τους, προέκταση της απόλυτης υποταγής στον φίλο και συνεργάτη της. Ασθένειες του πνεύματος παράγουν ασθένειες του σώματος που απαριθμούνται με ένα υπόκωφο «γαμώτο» για τα γηρατειά που πλησιάζουν· και στην περίπτωση του Salvador, όσο δεκτικός κι αν είναι στη μετάβαση ενός -όχι πια νέου- μπλοκαρισμένου εκφραστικά δημιουργού, οφείλει να υπογραμμίζει τις ασθένειές του με OCD ακρίβεια, περιμένοντας την ερωτική αποδοχή ενός ξεχασμένου πριγκιπόπουλου.
Η μητέρα του Jacinta (Penelope Cruz και Julieta Serrano) ως ανάμνηση από το παρελθόν δεν μπορεί να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητα του γιου της˙ και σε μεγαλύτερη ηλικία, φεύγει από τη ζωή θυμωμένη με τον καταξιωμένο πια γιο της, ο οποίος πέτυχε κλέβοντας στιγμιότυπα από τη ζωή της και τις ζωές των φίλων της. Παράλληλα, ένας πίνακας βρίσκει τον δρόμο και τον παραλήπτη του τυχαία, πολλά χρόνια μετά την αποστολή του, και, ίσως ως προοικονομία, αποτελέσει την ιστορία μιας άλλης ταινίας.
Όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί – και ταυτόχρονα είναι τόσο φρέσκα, καινούρια, απόσταγμα προσωπικής κρίσης και βάλσαμο, δηλητήριο και ερωτηματικά. Κλισέ σ’ ένα σύμπαν τόσο όμορφα κιτς που υπηρετείται μέσα από γνωστά είδη στο αλμοδοβαρικό σύμπαν: μελό, πανκ αναρχία, κωμωδία, κλασικό θέατρο, ψυχόδραμα.
Για να τα κατανοήσουμε, ας θυμηθούμε τις δουλειές του Πέδρο και τα άτομα που τον επηρέασαν, χωρισμένα σε δύο ενότητες. Η προ-Οσκαρική περίοδος της καριέρας του περιλαμβάνει παιχνιδιάρικες «κλοπές» από τους σπουδαίους Ντάγκλας Σερκ, Τζον Γουότερς, Γούντι Άλεν, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Μπλέικ Έντουαρντς, Λουίς Μπουνιουέλ. Η μετα-Οσκαρική περίοδός του από την άλλη, βρίθει αυτοαναφορικότητας και επαναληπτικότητας, αποτέλεσμα της βαθύτατης γνώσης της μοναδικότητάς του. Παρατηρήστε πόσο θαυμάζει τον εαυτό του – και πόσο πονάει γι’ αυτά που έχασε για να γίνει αυτός που είναι: Το Volver είναι μια παράφραση του Όλα για τη Μητέρα μου, οι Ραγισμένες Αγκαλιές μια σοβαρότερη απόδοση του Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης, το αριστουργηματικό Το Δέρμα που Κατοικώ φόρος τιμής στο Ματαντόρ και την Κακή Εκπαίδευση (με φανερή επιρροή από το Les Yeux Sans Visage), το Δεν Κρατιέμαι μια κλειστοφοβική Κίκα, η Χουλιέτα μια νοητή προέκταση του Μίλα της. Όλα στο σύμπαν της μετα-Οσκαρικής καριέρας του φέρουν το «εγώ» αυτού του επιτυχημένου και πλέον καταξιωμένου ραλίστα της καταξίωσης.
Όπως ο σοφός μιλάει με σιωπές, έτσι ο Pedro Almodovar κάνει ταινίες αποσπασματικές – αλλά και τόσο ολοκληρωμένες. Το Πόνος και Δόξα δεν θα μπορούσε να απέχει από αυτή τη φόρμα. Ο Πόνος μπορεί να οδηγεί στη Δόξα, η Δόξα, όμως, φέρνει περισσότερο Πόνο, ο οποίος γιατρεύεται μόνο με αποδοχή και αγκαλιά. Και ο Pedro αυτή τη φορά πλησιάζει το κοινό με τα χέρια ανοιχτά. Μόνο ένας αναίσθητος θα μπορέσει να του την αρνηθεί· και είναι ζεστή, πανάθεμα την, ζεστή σαν τη στερνή της μητέρας που αγκαλιάζει αντί να πει αντίο.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Η κριτική της ταινίας γράφτηκε μετά την προβολή της στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο
και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της ΕΡΤ