Μενού

Το ανθρωποκεντρικό σινεμά της Προδοσίας του Κώστα Γαβρά

1334

Λίγο πριν το τέλος του μετανουάρ «Βαγόνι δολοφόνων», ο αστυνομικός (Υβ Μοντάν) θα φωνάξει: «Αφήστε ,είναι δική μας δουλειά, είναι οικογενειακή υπόθεση». Κάποιος  πρόδωσε μια μορφή…οικογένειας και ,κατά τον κώδικα τιμής, η δικαιοσύνη θα αποδοθεί από την οικογένεια.

Όταν ο Κώστας Γαβράς μου έλεγε ότι «από τότε που γεννιόμαστε προδίδουμε», ένιωσα ότι δεν είχα καταλάβει ακόμα τον κινηματογράφο του. Ψάχνοντας στις ταινίες του, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε και αυτές είναι οι πιο νεωτερικές απόψεις γύρω από το έργο του. Ο κινηματογράφος του Γαβρά είναι ανθρωποκεντρικός, γεμάτος ενοχές, προδοσίες και σταθερές εμμονοληψίες. Στο «Ζ», έχει προδοθεί η δημοκρατία, έχει επικρατήσει η λογική του παρακράτους, καμία ενοχή δεν δείχνει να ταράζει την εξουσία. Ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης δεν εκπροσωπεί μόνο το νομικό, θεσμικό δίκαιο, αλλά και την απάντηση απέναντι στις ενοχές της δημοκρατίας που πρόδωσε και προδόθηκε. Λίγο πριν απ’ το τέλος, οι σκηνές είναι χαρακτηριστικές. Η κάμερα από ψηλά, τα πλάνα είναι πλονζέ, άρα δείχνουν «απελευθέρωση» και ο ανακριτής δέχεται διαδοχικά τους υψηλά ιστάμενους εγκαλουμένους, για να απαγγείλει κατηγορίες. Οι διάλογοι είναι χαρακτηριστικοί. Ρωτάει «όνομα, επίθετο, επάγγελμα» και οι καπελοφόροι του λένε «μα δε με ξέρετε;». Ξανά ο ανακριτής «όνομα, επίθετο, επάγγελμα». Απαντούν κανονικά αυτή τη φορά. Σε λίγα λεπτά η μονολεκτική φράση του ανακριτή πέφτει κατά ριπάς: «παραπέμπεσαι, παραπέμπεσαι, παραπέμπεσαι». Στην τόσο παρεξηγημένη «Ομολογία», ο ήρωας (Ύβ Μοντάν) κατηγορείται από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας του για απόκλιση από την ιδεολογική σταθερότητα. Είναι λάθος να θεωρούμε πως πρόκειται για αντικομμουνιστική ταινία, γιατί ασκώντας μεν κριτική στις στρεβλώσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο ήρωας επαναδιατυπώνει την αγάπη και την πίστη του προς το Κόμμα. Θεωρείται ότι πρόδωσε, αντίθετα εκείνος ασκώντας κριτική έδειξε ότι δεν προδίδει τις παλιές ουμανιστικές αξίες του σοσιαλισμού που αιτεί συνεχείς διορθώσεις.

ΜΟΡΦΕΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

Στο «Στίγμα της προδοσίας» και ο ελληνικός και ο ξένος τίτλος («Betrayed») είναι χαρακτηριστικοί. Πρόκειται περί προδοσίας. Αρχικά είναι η προδοσία του αμερικανικού Συντάγματος με τη δημιουργία διαφυλετικών διαφορών και παρακρατικών οργανώσεων και στη συνέχεια είναι η προδοσία του έρωτα. Η αισθησιακή Ντέμπρα Γουίνγκερ, μεταμφιεσμένη πράκτωρ του FBI, ερωτεύεται  τον αρχηγό των κουκουλοφόρων και μάτσο άντρα (Τομ Μπέρεντζερ). Έχει δύο επιλογές: ή να προδώσει το αμερικανικό Σύνταγμα που πάντα υπενθυμίζει «εμείς, ο λαός» ή να προδώσει τον έρωτα και να καταδικαστεί στη μοναξιά. Επιλέγοντας το τελευταίο, προδίδει το άτομο, αλλά συμμαχεί με την κοινωνία. Στο «Μουσικό κουτί» η Τζέσικα Λανγκ είναι και δικηγόρος και κόρη. Με το πάθος και των δύο ιδιοτήτων υπερασπίζεται τον πατέρα της που ισχυρίζεται ότι είναι αθώος για τα εγκλήματα των Ναζί. Όταν φτάσει στην αλήθεια, έχει δύο επιλογές: να προδώσει το αίμα της, το γονίδιό της, ή την ιστορική αλήθεια. Ως δικηγόρος, επιλέγει το πρώτο. Στον «Αγνοούμενο» υπάρχουν πολλές προδοσίες. 1)Αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών που επιβάλλουν κατάργηση της δημοκρατίας σε μια άλλη χώρα, 2) αυτή του Πινοσέτ που προδίδει το Σύνταγμα της χώρας του και καταργεί τη νόμιμη κυβέρνηση του Αλιέντε, 3) η προδοσία του εξαφανισθέντος Αμερικανού δημοσιογράφου, που είχε εξωσυζυγική σχέση και τον ψάχνουν η γυναίκα του κι ο πατέρας του. Η γυναίκα συγχωρεί την ατομική προδοσία και οι δυο τους μαζί αποκαλύπτουν στο αμερικανικό κοινό την προδοσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίπτωση της Χιλής. Στο «Ειδικό Δικαστήριο», 1) κάποιοι προδίδουν τις αρχές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας για αποφυγή τρομοκρατικών ενεργειών κατά των κατακτητών. 2) Η κυβέρνηση του Βισύ έχει προδώσει τις αρχές του Συντάγματος. 3) Κομμάτι του συστήματος προδίδει τις αρχές και τους νόμους.

 Στο «Αμήν», η προδοσία είναι πολλαπλή. Το Βατικανό ξεχνάει τον ουμανιστικό του ρόλο και κατά κάποιο τρόπο διαπλέκεται στις μαζικές δολοφονίες που κάνουν οι Ναζί με αέριο. Η προσπάθεια της αποκατάστασης της αλήθειας και της ανθρωπιάς από ένα μεμονωμένο άτομο δεν αρκεί, ούτε είναι άλλοθι. Στο «Ενήλικοι στην αίθουσα», μια πολύ αδικημένη ταινία, ο κ. Κώστας Γαβράς αναλύει μια πολυσύνθετη προδοσία. Είναι η προδοσία της Ελλάδας και του λαού της από την Ευρωπαϊκή Ένωση , που τον αφήνουν εγκαταλελειμμένο. Το κρίσιμο δίλημμα-ερώτημα γύρω από τον κ. Τσίπρα. Όταν διαπραγματεύτηκε  το «όχι» του δημοψηφίσματος, έκανε προδοσία της λαϊκής εντολής ή όχι; Ο Γαβράς, έξυπνα και έντεχνα, διά της κινηματογραφικής γραφής, καταλήγει: σύμφωνα με την χεγκελιανή λογική και διαλεκτική, στην άποψη « ό,τι δεν μπορεί να διορθωθεί στο τώρα, δυνητικά γίνεται να διορθωθεί στο μέλλον». Έτσι έδρασε ο Τσίπρας, άρα –κατά την ταινία- ουδεμία ενοχή φέρει. Η περίπτωση του κ. Βαρουφάκη, στο βιβλίο του οποίου όμως βασίζεται η ταινία, δείχνει την ιστορία ενός αμετακίνητου ανθρώπου, που δεν προδίδει τίποτα, μένει πιστός στις αρχές του, δεν έχει όμως να προτείνει  εναλλακτική λύση και κι οι επιλογές του είναι ή της θεωρίας των παιγνίων ή του «αντάρτικου». Σύνθετα επίσης είναι τα συστήματα στην «Κατάσταση πολιορκίας», στο «Mad City» και στη «Λάμψη μιας γυναίκας».

Η ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μου αρέσει πολύ η σκηνοθετική προσέγγιση του Κ. Γαβρά, που είναι ενταγμένη σε μια λογική του γαλλικού σινεμά, που αγαπώ πολύ. Τα πλάνα του είναι μεγάλα, σταθερά, «βαριά», μεγαλοπρεπή, επιβλητικά και συνήθως μεγάλης διάρκειας. Κάποιες φορές χρησιμοποιεί πλάνα- σεκάνς και εκεί έχει επιλέξει με ένα ενδιαφέρον μοντάζ. ΄Άλλες φορές να δημιουργεί τη «σπαστή» πλαν-σεκάνς. Θέλω να αναφέρω ως κλασικό παράδειγμα τα εξής. Στο «Ζ», προς το τέλος, ο Ρομπέρ Φρεσόν στο ρόλο του συνηγόρου πολιτικής αγωγής εμφανίζεται κινητικός και χαρούμενος και εκστομίζει τη φράση «τους παρέπεμψαν», το πλάνο κάνει ένα αστραπιαίο άλμα και ακούγεται η χαρακτηριστική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Τέτοιες πλανοθεσίες θα συναντήσουμε και στο «Ειδικό Δικαστήριο», στην «Ομολογία» και αλλού. Μοιάζει λίγο ρίσκο αλλά θα το υποστηρίξω. Εδώ φαίνεται η σωστή επιμιξία του κ. Γαβρά. Παραλαμβάνει όλη τη μνήμη και τη φιλοσοφία του σεβαστού γαλλικού σινεμά και των εμπεδοτών του και το εμφυσεί με μια ελληνική ψυχή, που είναι σαν να δίνει μια εμψύχωση στις ταινίες του που σιγοψιθυρίζουν: «εμπρός, εμπρός, εμπρός, δεν υπάρχει άλλος δρόμος».

Αλέξης Δερμεντζόγλου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress.com

Smart Search Module