Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αναζητώντας νέα έμπνευση και εύφορο έδαφος, ο Louis Malle μετακόμισε από τη Γαλλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γύρισε σχεδόν μισή ντουζίνα ταινιών, πολλές από τις οποίες κέρδισαν την κριτική αποδοχή. Σε αυτές περιλαμβάνονται το «Pretty Baby» (1978), μια ιστορία για έναν φωτογράφο και μια προ-έφηβη πόρνη (η Brooke Shields στον πρώτο σημαντικό ρόλο της) και το «My Dinner with Andre» (1982), μια ασυνήθιστη ταινία που αποτελείται σχεδόν εξολοκλήρου από μια συνομιλία τραπεζιού μεταξύ του σκηνοθέτη πειραματικού θεάτρου Andre Gregory και του ηθοποιού/θεατρικού συγγραφέα Wallace Shawn. Αναμφισβήτητα όμως η καλύτερη αμερικανική ταινία του γάλλου δημιουργού είναι το «Atlantic City» (1980), ένα γλυκόπικρο, στοχαστικό και υποβλητικό υβρίδιο συναισθηματικής κωμωδίας, μελοδράματος, εγκληματικού θρίλερ και νουάρ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο τζόγος ήταν παράνομος, το «Atlantic City» ήταν μια πλούσια πόλη, αλλά βρέθηκε σε μεγάλη παρακμή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Στην επόμενη δεκαετία έγιναν επενδύσεις στον νόμιμο τζόγο, με το όνειρο να μετατραπεί σε «Λας Βέγκας» του Ατλαντικού.
Ο Malle απεικονίζει μια παρακμιακή πόλη στο λυκόφως της, με τα παλιά κτίρια να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο για να δώσουν τη θέση τους σε μοντέρνα καζίνο και ξενοδοχεία. Ωστόσο, τεχνητά επιβάλλεται μια ψευδαίσθηση αναγέννησης, με αφίσες στους τοίχους να δίνουν απατηλές υποσχέσεις: “Atlantic City, You’re back on the map “. Ανάμεσα στους ονειροπόλους, ο Malle μάς προσκαλεί να γνωρίσουμε δυο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους που ζουν στην ίδια πολυκατοικία: τον Lou Pascal (Burt Lancaster), έναν ηλικιωμένο μικροαπατεώνα που νοσταλγεί ένα ένδοξο, μακρινό παρελθόν, και τη Sally Matthews (Susan Sarandon), μια νεαρή γυναίκα με περίπλοκη οικογενειακή κατάσταση, που απεγνωσμένα προσπαθεί να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Ο αυτοαποκαλούμενος «πρώην γκάνγκστερ» Lou ζει μια ξεθωριασμένη ρουτίνα οργανώνοντας φτηνά στοιχήματα και φροντίζοντας μια ηλικιωμένη χήρα, την Grace (Kate Reid). Αποτελεί ένα «ζωντανό φάντασμα» της εποχής των ασπρόμαυρων γκανγκστερικών ταινιών, βυθισμένος σε μνήμες και φαντασιώσεις. Ο σεναριογράφος John Guare τονίζει αυτή την πτυχή της προσωπικότητας του με έξοχους διαλόγους. Λέει ο Lou: “Έπρεπε να είχατε δει τον Ατλαντικό Ωκεανό εκείνες τις μέρες»∙ για αυτόν, η παλιά πόλη ήταν πιο ευημερούσα, η ζωή του ήταν πιο συναρπαστική και ακόμη και ο ωκεανός φαινόταν πιο όμορφος!
Από τη πλευρά της, η Sally εργάζεται στο εστιατόριο ενός καζίνο, ενώ παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει επαγγελματίας κρουπιέρης. Μετά τη δουλειά της γδύνεται και στη συνέχεια τρίβει τα χέρια και το στήθος της με κομμένα λεμόνια, για να αφαιρέσει τη μυρωδιά του ψαριού που εμποτίζει το σώμα της, σαν να προσπαθεί να απαλλαγεί από τα στίγματα που της αφήνει η μίζερη καθημερινότητά της. Αναπάντεχα βλέπει τον τέως σύζυγό της και την αδερφή της να καταφθάνουν, δύο νεαρούς χίπις που την εγκατέλειψαν για να ζήσουν μαζί και τώρα αναζητούν αγοραστές για ναρκωτικά που έκλεψαν από τη μαφία.
Εξαιτίας ενός συνδυασμού συνθηκών, ο Lou γνωρίζεται, ερωτεύεται τη Sally και εμπλέκεται στη διακίνηση των ναρκωτικών. Όπως η πόλη προσπαθεί να βιώσει ένα είδος αναγέννησης, με παρόμοιο τρόπο η γνωριμία του με μια ελκυστική γυναίκα και η επαφή του με τον υπόκοσμο αντιπροσωπεύει ένα είδος δικής του αναγέννησης. Όταν μάλιστα βρίσκεται με έναν πακτωλό χρημάτων στα χέρια, αποφασίζει να αναβιώσει το παρελθόν, ντυμένος κομψά σαν γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1940 και επιτρέποντας στον περίγυρο του να επωφεληθεί από τη γενναιοδωρία του. Στην πραγματικότητα, ο Lou δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος μαφιόζος, παρότι ισχυρίζεται ότι μοιράστηκε το ίδιο κελί με τον Bugsy Siegel. Μέχρι τώρα δεν είχε σκοτώσει κανέναν, δεν είχε ποτέ δύναμη ή χρήματα, δεν ήταν καν σπουδαίος εραστής. Τώρα, στο φθινόπωρο της ύπαρξής του, βλέπει μια απροσδόκητη, ίσως τελευταία αχτίδα να φωτίζει τα ερείπια της ζωής του. Θέλει να αποκτήσει φήμη, να εντυπωσιάσει τη Sully, να γίνει προστάτης, μέντοράς και αντάξιος εραστής της. Είναι αληθινά ανεκτίμητες οι σκηνές στις οποίες ο Lou, γεμάτος περηφάνια, καυχιέται ότι κατάφερε να σκοτώσει δύο εγκληματίες.
Είναι αναπόφευκτο να θυμηθούμε τον Burt Lancaster ως πρίγκιπα Salina στο «Il Gattopardo» (1963) του Visconti. Αυτός ο νοσταλγός και ηλικιωμένος αριστοκράτης βρήκε επίσης στη νιότη και την ομορφιά της Angelica (Claudia Cardinale) μια αφορμή για παρηγοριά, ένα βάλσαμο που τον έκανε να νιώσει ξανά νέος και ελκυστικός, για να ζήσει μια τελευταία στιγμή πληρότητας πριν από την τελική κατάρρευση.
Το «Atlantic City» αποκτά αλληγορική σημασία για την ίδια την Αμερική, καθώς ο γάλλος δημιουργός αντιπαραβάλλει συνεχώς το συλλογικό με το ατομικό, τον τόπο με τους ανθρώπους. Το φιλμικό σώμα διατρέχεται από άφατη αίσθηση μελαγχολίας, και ο μέγας ουμανιστής Malle δείχνει απεριόριστη συμπόνια για τους ηττημένους χαρακτήρες του. Σέβεται την αξιοπρέπειά τους, δεν τους επικρίνει, δεν τους λοιδορεί, αλλά τους δίνει λόγους να αισθάνονται, μέσα σε τόση καταστροφή, ότι μπορούν πραγματικά -έστω και για λίγο- να αγγίξουν τον ουρανό.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr