Μενού

TOP GUN: MAVERICK - Γιώργος Παπαδημητρίου

«Το τέλος είναι αναπόφευκτο. Ο κόσμος αλλάζει. Το είδος σου είναι προς εξαφάνιση».
«Μπορεί. Αλλά όχι σήμερα».

Ήδη από την πρώτη διαλογική μονομαχία του Top Gun: Maverick, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο αληθινός ήρωας της ταινίας δεν είναι ο Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ, αλλά ο ίδιος ο Τομ Κρουζ, Ο τελευταίος των Μοϊκανών από τους σταρ μιας άλλης εποχής εμφανίζεται εδώ ως ανεπίσημος auteur της δικής του φιλμικής κληρονομιάς, παιχνιδίζοντας και αναψηλαφώντας την προσωπική κινηματογραφική γενεαλογία. Περίπου βαδίζοντας στα χνάρια αυτού που πράττει με αδιανόητη γενναιότητα και μεγαλοπρέπεια ο Κλιντ Ίστγουντ εδώ και δεκαετίες, χωρίς φυσικά να αγγίζει τα ίδια επίπεδα σφαιρικού αναστοχασμού και ενδελεχούς αναθεώρησης.

1487 1

Στην πραγματικότητα, τα σημάδια που συνηγορούν σε αυτή την κατεύθυνση είναι αμέτρητα. Λίγο νωρίτερα, ο Μάβερικ έχει ωθήσει το σώμα του στα πιο ακραία όρια ανθρώπινων αντοχών, παρόλο που δεν ήταν αναγκαίο, παρόλο που δεν του το είχε ζητήσει κανείς. Όπως είναι γνωστό, ο Τομ Κρουζ γυρίζει ο ίδιος τις θεόμουρλες και αδιανόητα επικίνδυνες σκηνές δράσης στις ταινίες όπου πρωταγωνιστεί, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. Επιπλέον, στην πορεία της ταινίας επαναλαμβάνεται αδιάκοπα πως ο Μάβερικ θα έπρεπε -τόσο χρόνια μετά- να έχει ακολουθήσει μια οποιαδήποτε εξελικτική πορεία, είτε προς τα πάνω (ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική βαθμίδα) είτε προς τα κάτω (απόλυση-απόσυρση). Κι όμως, είναι ακόμη εκεί, αγκυροβολημένος σε μια μοίρα που την έχει μετατρέψει σε αυτοσκοπό.

Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, τώρα την πορεία του Τομ Κρουζ στο κινηματογραφικό στερέωμα. Δεν στράφηκε ποτέ στη σκηνοθεσία. Δεν καταδέχτηκε να παίξει στην τηλεόραση. Δεν κατέφυγε σε «τσαλακωμένους» δευτερεύοντες ρόλους προκειμένου να καπαρώσει κάποιο Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Δεν φόρεσε ποτέ τη superhero στολή. Δεν έκανε την παραμικρή έκπτωση ή υποχώρηση από τον άτυπο τίτλο της blockbuster ηγετικής φιγούρας, επιλέγοντας να πορευτεί με ένα στενό κύκλωμα από πιστούς συνεργάτες κι εξωθώντας ολόκληρο το franchise του Mission: Impossible και την περσόνα του Ίθαν Χαντ στα πιο meta σύνορα της χολιγουντιανής βιομηχανίας.

Φυσικά, μεταξύ όλων των άλλων, παραμένει και σοκαριστικά και α λα Ντόριαν Γκρέι αγέραστος (εξαιρετική ιδέα το match-making με την Τζένιφερ Κόνελι), σε σημείο που να σκέφτεται κανείς πως κάποια αφίσα του original Top Gun γερνάει στο πατάρι αντί για τον ίδιο. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να ξεφύγει από τον μοναδικό ανίκητο εχθρό. «Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλός σας», ακούμε σε ένα ξαφνικό γκρο πλαν στο πρόσωπο του Μάβερικ και ευθύς αμέσως αντιλαμβανόμαστε πως κινούμαστε και πάλι έξω από τα στενά όρια της πλοκής. Ακόμη και ο Τομ Κρουζ είναι καταδικασμένος να γεράσει, να φθαρεί, να αποχωρήσει από αυτούς τους ρόλους, να πει ένα οριστικό αντίο στο σταριλίκι του αιώνιου έφηβου. Μέχρι τότε όμως, κάθε στιγμή μοιάζει κερδισμένη, κάθε μικρή νίκη είναι πολύτιμη μέχρι την οριστική ήττα.

1487 4

Παράλληλα, στο κάδρο τρυπώνει εμμέσως και η ίδια η κινηματογραφική βιομηχανία του θεάματος. Σε παραλληλισμό με την ιδεοληπτική εμμονή του Μάβερικ σε ένα συγκεκριμένο και ξεροκέφαλο modus operandi, σε πείσμα των καιρών και των συνταρακτικών αλλαγών που επιφέρουν, έτσι και ο Κρουζ παραμένει ρομαντικός θιασώτης της ανόθευτης κινηματογραφικής παράδοσης. Κάπως έτσι, το Top Gun: Maverick, αλλά και το Mission: Impossible – Dear Reckoning Part I (το οποίο αναμένουμε του χρόνου το καλοκαίρι) δεν παρέκκλιναν ούτε χιλιοστό από την προδιαγεγραμμένη τους πορεία προς τη σκοτεινή αίθουσα και τη μεγάλη οθόνη, μένοντας μακριά από τα κελεύσματα και τις σειρήνες που έφταναν στα αυτιά του Κρουζ από τις online πλατφόρμες. Όπως ακριβώς ο Μάβερικ, έτσι και ο Κρουζ ανήκει σε έναν παλιομοδίτικο κόσμο που αρνείται να απαρνηθεί και να αποκηρύξει, δηλώνοντας αιώνια πίστη για όσο τον βαστούν οι δυνάμεις του και ακόμη παραπέρα.

Επιστρέφοντας σε μια ιστορία που εκτυλίχθηκε 36 ολόκληρα χρόνια πριν, το σίκουελ του Top Gun (που είχε αρνηθεί επίμονα να γυρίσει ο Κρουζ στα τέλη των 80s) αρνείται να υποπέσει στο μεγαλύτερο σφάλμα που θα μπορούσε να διαπράξει. Διότι δεν μετατρέπεται σε ρετρό πασαρέλα και δεν αρκείται σε μια ξεπέτα νοσταλγίας, όπου οι παλιοί χαρακτήρες παίρνουν χαρτάκι και περιμένουν στην ουρά για ανούσιες cameo εμφανίσεις. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίφαση, άλλωστε, με το συνολικό απόσταγμα που θέλει τον Μάβερικ να βαδίζει σε έναν μοναχικό δρόμο, κόντρα στον σαρωτικό άνεμο μιας νέας εποχής που επιτάσσει τη μηχανιστική εκπλήρωση των «στόχων», την έλλειψη έγνοιας και φροντίδας, την πλήρη εξάλειψη του ανθρώπινου παράγοντα. Διόλου τυχαία, η μόνη περσόνα από το παρελθόν που κάνει την εμφάνισή της είναι ο Ice του Βαλ Κίλμερ (συγκινητική η παραπομπή και στο πρόβλημα υγείας του αγαπημένου ηθοποιού στην πραγματική ζωή), ως ύστατος θεματοφύλακας μιας αντίληψης που φθίνει και ξεθωριάζει.

1487 3

Εξυπακούεται, φυσικά, πως το παρελθόν τρυπώνει από μια χαραμάδα για να στοιχειώσει τον Μάβερικ, ο οποίος καλείται να βρει διέξοδο ενώ ακροβατεί στο χείλος του γκρεμού: η απόσταση ανάμεσα στη συγχώρεση-εξιλέωση και στην ιστορία που επαναλαμβάνεται ως τραγωδία είναι ζήτημα απειροελάχιστων δευτερολέπτων. Σε ένα νοσταλγικό κάδρο στο ξεκίνημα της ταινίας, ο Μάβερικ αντικρίζει μέσα από ένα θολό τζάμι το μέλλον να συγχωνεύεται με το παρελθόν. Το μέλλον είναι ήδη εκεί, ολοζώντανο, και διεκδικεί τη θέση που δικαιωματικά του αρμόζει και την οποία μπορεί να κατακτήσει μονάχα εφόσον εκπαραθυρώσει (κυριολεκτικά θα έλεγε κανείς, στη συγκεκριμένη σκηνή) τις σκιές του παρελθόντος.

Ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Κοζίνσκι, που κέρδισε τη θέση του στον «κύκλο εμπιστοσύνης» του Κρουζ με το Oblivion (2013), είχε αποδείξει ήδη από το Tron: Legacy (2010) πως ειδικεύεται σε ανάλογες αποστολές ειδικού σκοπού. Συνδυάζοντας την επιμελημένη CGI αισθητική με μια παλαιική χροιά, ισορροπεί ανάμεσα στη γλυκιά νοσταλγία και τη συναρπαστική δράση (οι σκηνές αερομαχίας του Top Gun: Maverick ειλικρινά κόβουν την ανάσα, καθώς αισθάνεσαι κι εσύ ο ίδιος εγκλωβισμένος μέσα στο πιλοτήριο). Ούτως ή άλλως, το φορτίο της πρώτης ταινίας είναι μια πολύ σχετική και σύνθετη υπόθεση. Το Top Gun του 1986, με τους προσχηματικούς χαρακτήρες, το υποτυπώδες σενάριο και τη macho στρατολαγνεία, περισσότερο χρωστά το χνάρι του στη γαρνιτούρα παρά στο κυρίως πιάτο: από τα Ray-Ban γυαλιά ηλίου έως το Take My Breath Away, με ενδιάμεσο σταθμό όλες εκείνες τις cheesy στιγμές (όπως τον αγώνα beach volley, που θαρρείς ειρωνεύεται την ίδια την έννοια του male gaze στο σινεμά, στρέφοντάς τη στο ανδρικό σώμα).

1487 5

Σε αυτό το πνεύμα, μοιάζει μάλλον προφανές ότι ο εχθρός που καλείται να κατατροπώσει η εναέρια στρατιωτική ελίτ είναι πέρα για πέρα απρόσωπος (σχεδόν ασώματος, που λέει ο λόγος). Αφενός, η επιλογή αυτή έρχεται να καταλαγιάσει τον ρηγκανικό μιλιταρισμό των 80s, αφετέρου υπονοεί αυτό που γνωρίζαμε εξαρχής. Ανεξάρτητα από τους διακηρυγμένους στόχους και τον όποιο ιερό σκοπό (ο οποίος είναι σχεδόν διακοσμητικός εν προκειμένω), αυτοί οι πιλότοι, όπως κι όλοι οι αθεράπευτα ρομαντικοί αυτού του κόσμου, παλεύουν ενάντια στον ίδιο τους εαυτό, παλεύοντας να τραβήξουν τα όριά τους στις έσχατες τιμές.

Από την τελική σούμα εννοείται πως δεν θα μπορούσαν να λείπουν κάποιες γνώριμες ευκολίες, με κυριότερη εξ αυτών τον πειρασμό των πολλαπλών φινάλε και τον ψυχαναγκασμό των αμέτρητων «καθάρσεων». Ας είναι, είμαστε κάτι παραπάνω από διατεθειμένοι να κάνουμε τα στραβά μάτια, στρέφοντας τη ματιά και την καρδιά μας στη μεγαλύτερη εικόνα. Κάποτε, ίσως και να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τους πάντες και τα πάντα. Για τον Τομ Κρουζ να γεράσει και να συνταξιοδοτηθεί, εντός και εκτός εισαγωγικών. Για το σινεμά, να παραδώσει οριστικά τα όπλα στις πλατφόρμες, στις μικροσκοπικές οθόνες, στα ατελείωτα reboot και spin-off των υπερηρώων. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μη γονατίζει νικημένο μπροστά στην επέλαση του χρόνου. Όχι όμως, σήμερα. Όχι ακόμη.

Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr

Smart Search Module