Σε μια μικρή πόλη της Τσεχοσλοβακίας ένας ηλικιωμένος διευθυντής εργοστασίου πιέζει ένα στρατιωτικό αξιωματούχο για να μεταφέρει μια μονάδα στρατού στην περιοχή .Γιατί; Επειδή το ηθικό και η απόδοση στην γυναικεία πτέρυγα του εργοστασίου έχει πέσει, πιστεύει ότι λίγος παλιομοδίτικος ρομαντισμός θα θεραπεύσει το πρόβλημα. Ωστόσο από κακό προγραμματισμό του συστήματος αντί για νεαρούς στρατιώτες στέλνονται μεσήλικες εφεδρικοί , ως επί το πλείστον παντρεμένοι.
Κατά τη διάρκεια ενός γιγαντιαίου πάρτι χορού, που παρακολουθείται στενά από τον διευθυντή και τους βοηθούς του, η όμορφη Andula (Hana Brejchova) και δύο φίλες της φλερτάρονται αμήχανα από τρεις στρατιώτες . Πριν αποχωρήσουν, η Andula προσεγγίζεται από τον πολύ νεότερο πιανίστα της ορχήστρας , Milda (Vladimir Pucholt)που την πείθει να πάει στο δωμάτιό του. Περνούν τη νύχτα μαζί και το επόμενο πρωί την διαβεβαιώνει επανειλημμένα: «Δεν έχω φίλη στην Πράγα» . Ο Milda φεύγει από την πόλη, εκείνη περιμένει και καθώς δεν έχει νέα του αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πράγα για να τον εντοπίσει. Όμως, η αιφνιδιαστική άφιξή της προκαλεί σοβαρή διαμάχη μεταξύ των συντηρητικών γονιών του…
ΑΝΑΛΥΣΗ
Οι «Έρωτες μιας ξανθιάς» είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κινηματογραφικής «άνοιξης της Πράγας», ενός κινήματος που διήρκεσε από την αρχή της δεκαετίας του ’60, μέχρι την επέμβαση των σοβιετικών τανκς το 1968. Τότε εμφανίστηκε μία νέα γενιά ταλαντούχων σκηνοθετών (Forman, Passer, Menzel ,Hitilova ), απόφοιτων της Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Πράγας . Ανάλογες τάσεις εμφανίστηκαν και σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ :στην Ουγγαρία με τον Szabo, στην Πολωνία με τον Skolimovsky, στη Σοβιετική Ένωση με τον Tarkovsky .Το κίνημα αυτό ήταν σε παράλληλη τροχιά με τη γαλλική «Nouvelle Vague», το αγγλικό «Free Cinema» ,το βραζιλιάνικο «Cinema Novo», τη νέα γενιά των Ιταλών ρεαλιστών (Pasolini, Olmi,Bertolucci) και τη «Σχολή της Νέας Υόρκης» με τον Κασσαβέτη.
Η εναρκτήρια σεκάνς στους «Έρωτες μιας ξανθιάς» αποτυπώνει το σατιρικό και μελαγχολικό πνεύμα της ταινίας. Μια εργάτρια αποδίδει με αδεξιότητα ένα απλοϊκό Beatle-esque τραγούδι, που μέσα από τους στίχους του εξηγεί γιατί έγινε «χούλιγκαν». Αυτό είναι το κωμικο-τραγικό προφίλ της εξέγερσης των νέων στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία ,που έγινε κυρίως στη σφαίρα της φαντασίας. Άλλωστε σε παγκόσμιο επίπεδο η ποπ κουλτούρα ήταν ένα μέσο εκτόνωσης μιας επαναστατικής ώσης, που εκφυλίστηκε με τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών ώστε να μην προκαλέσει κοινωνική ή πολιτική ανατροπή.
Το φιλμ είναι ένα μοντάζ κινηματογραφικών αυτοσχεδιασμών που οργανώνονται, όπως στη μουσική τζαζ, γύρω από ορισμένα θέματα. Σε αυτό το πλαίσιο οι χαρακτήρες αυτοσχεδιάζουν ,όπως τα διάφορα όργανα μιας μπάντας. Ο ιστός της αφήγησης δομείται γύρω από έξυπνα γκαγκς ,που θυμίζουν πρώιμη κινηματογραφική κωμωδία: το περιφερόμενο μπουκάλι κρασιού, το δακτυλίδι που κυλά στο πάτωμα ,το διάβασμα της παλάμης, τα χαλασμένα στόρια, ο ύπνος των γονιών με τον ενήλικο γιο κ.α. Κάθε επεισόδιο της ταινίας απεικονίζει και σχολιάζει. Η Andula, «η ξανθιά» του τίτλου, είναι το ερευνητικό όργανο της ταινίας. Είναι, ταυτόχρονα, προϊόν του κόσμου της, μάρτυρας και επαναστάτρια. Η προοπτική της ζωής της συνθλίβεται πολλαπλά. Ως παιδί απέδρασε από μια καταχρηστική οικογένεια. Ως νεαρή γυναίκα είναι εκτεθειμένη σε επιθετικές πρακτικές αποπλάνησης . Ως μέλος της εργατικής τάξης ελέγχεται από έναν καταναγκαστικό πολιτικό μηχανισμό.
Η συμπονετική απεικόνιση του Forman για το προλεταριάτο, το ενδιαφέρον του για τις αίθουσες χορού, ο ερασιτεχνισμός των ηθοποιών και η ψυχολογική αδιαφάνεια, μαρτυρούν μια εκλεκτική συγγένεια με τα «Il Posto» (1961) και «I fidanzati»( 1963)του Ermanno Olmi. Και οι δύο σκηνοθέτες επικεντρώνονται στην βλαπτική επίδραση του κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος σε νέους και υπάκουους εργαζόμενους. Βέβαια , ο Olmi απεικονίζει την «καπιταλιστική» αποξένωση που προκαλεί η σαγηνευτική καταναλωτική κουλτούρα της μεταπολεμικής οικονομικής έκρηξης. Από την πλευρά του ο Forman δείχνει την «κομμουνιστική» αποξένωση που προκαλείται από την νοοτροπία της αγέλης, του ελέγχου , της καταστολής και της άγνοιας.
Το κύριο μέλημά του Forman δεν είναι να ακολουθήσει την ανάπτυξη μιας δραματικής πλοκής ή την μελέτη ενός χαρακτήρα, αλλά επιδιώκει να ρίξει φως στα κοινωνικά ζητήματα. Αναμειγνύει τα προσωπικά του βιώματα και την λεπτομερειακή παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μας προσφέρει μία φέτα ζωής που εμπεριέχει όλες τις διαλεκτικές αντιθέσεις της ζωής στο ανατολικό μπλοκ.
Η συγκινησιακή δύναμη του φιλμ πηγάζει από τον ήρεμο και χωρίς εξάρσεις ανθρωποκεντρισμό του. Οι ήρωες είναι απλοί άνθρωποι και όχι διανοούμενοι .Τους παρατηρεί με συμπάθεια, με ανθρωπιά αλλά και με κάποια αποστασιοποίηση. Εστιάζει στις μικρές ασήμαντες στιγμές, στις χειρονομίες, στα βλέμματα, στα χαμόγελα, στα δάκρυα τους. Η οξεία αίσθηση και η διαύγεια του βλέμματος επιτρέπει στο θεατή να νιώσει τη γεύση και την ανάσα της καθημερινής ζωής ,την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, τη σύγκρουση των γενεών. Ο αισθησιασμός του λυρικού βλέμματος σε συνδυασμό με τη ψυχρή παρατήρηση ,ο αυθορμητισμός και το γνήσιο χιούμορ, η ελλειπτικότητα της αφήγησης και η αφαίρεση της φόρμας , η πλαστικότητα του κάδρου και η σύνδεση των πλάνων αποκαλύπτουν τη κρυμμένη ποίηση του καθημερινού.
Οι «έρωτες μιας ξανθιάς» είναι μια υβριδική ταινία που αποκαλύπτει την άρτια γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας αλλά και την προσωπική ευαισθησία του Forman. Ισορροπεί θαυμαστά στη λεπτή γραμμή μεταξύ νατουραλισμού και χιουμοριστικής σάρκας ,μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ , λεκτικού χιούμορ και σλάπστικ, πίκρας και γλυκύτητας. Ο κύκλος της αφήγησης ξεκίνησε με ένα χαρούμενο τραγούδι και κλείνει με τον λυγμικό ήχο μιας κιθάρας και μιας αισθαντικής φωνής που στεφανώνουν τις τελικές μελαγχολικές εικόνες.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr