Προδομένος από θείο και φονιά του πατέρα του, υπερμεγέθης και ανίκητα ηρωικός Βίκινγκ αναμένει την ώρα της εκπλήρωσης της εκδίκησής του και της απελευθέρωσης της τυραννισμένης μάνας του. Θα χυθεί… τρελό αίμα!
Αν το «Valhalla Rising» (2010) του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν ήταν κάτι σαν Πιερ Πάολο Παζολίνι meets Βέρνερ Χέρτσογκ σε κατάσταση trance, τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από το σκηνοθέτη του «Φάρου» (2019) σ’ ένα παρόμοιο περιβάλλον δράσης; Ο Ρόμπερτ Έγκερς αντιλαμβάνεται τον «Άνθρωπο απ’ τον Βορρά» ως μια (υπερφιλόδοξη και πλέον δαπανηρή) προσπάθεια να υλοποιήσει την «απόλυτη Viking movie» και, όντως, έχει βάλει τα δυνατά του για να στήσει ένα κινηματογραφικό έπος που σέβεται (στοιχειωδώς) τους κανόνες του συγκεκριμένου genre. Τα καλά νέα είναι ότι μπορεί ν’ αφηγηθεί μια… κανονική ταινία μυθοπλασίας. Τα κακά νέα αφορούν στις (μελλοντικά καριερίστικες) δυνατότητές του σε σχέση με το μεγάλο σινεμά. Δεν το έχει.
Χρησιμοποίησα το παράδειγμα της (σχετικής) ταινίας του Ρεφν, διότι αμέσως μετά το τέλος της προβολής τούτου του φιλμ, αισθάνθηκα τη διακαή επιθυμία να επιστρέψω σ’ αυτήν, να θυμηθώ και (σχεδόν) να συγκρίνω τα «οράματα» δύο τόσο ιδιαίτερων περιπτώσεων δημιουργών, οι οποίοι δεν ταυτίζονται πουθενά, μα φλερτάρουν παράδοξα (κι εκκεντρικά) με το «art-house». Ο Ρεφν ήταν το «wonder kid» εκείνης της περιόδου, ο Έγκερς είναι το ίδιο πράγμα για το σήμερα. Στο «Valhalla Rising» έχουμε ένα γνήσιο trip, μια «κατάδυση» στην Κόλαση της ψυχής του ήρωα, με πορεία σχεδόν προδικασμένη από τη μοίρα. Στην πραγματικότητα, μπορεί κάτι τέτοιο να είχε στο νου του και ο Έγκερς, όμως, με τη φήμη ενός κόστους εβδομήντα εκατομμυρίων δολαρίων και το βάρος μιας χολιγουντιανής παραγωγής στους ώμους του, δεν ήταν εφικτό να «παίξει» ή… να πουλήσει «τρέλα». Αν με ρωτήσει κανείς ποιο από τα δύο έργα προτιμώ, πάντως, θα τολμούσα να πω πως το μυαλό μου «τρέχει» περισσότερο με το φιλμ του Ρεφν, αλλά ο θεατής μέσα μου ικανοποιείται καλύτερα με τον «Άνθρωπο απ’ τον Βορρά».
Στα 895 μ.Χ., σε φανταστικά σκανδιναβικά βασίλεια, ο ταξιδευτής Άουρβαντιλ επιστρέφει μετά από μακρά ναυτική εκστρατεία στην αγκαλιά της συζύγου και του πρίγκιπα υιού του, δίχως να υποψιάζεται την προδοσία που έχει στηθεί πίσω από την πλάτη του, από τον (πιο πολεμοχαρή) αδελφό του τον ίδιο. Λίγο αργότερα, ο πρώτος θ’ αποχωριστεί την κεφαλή του, ο ανήλικος Άμλεθ (wink, wink) θα τραπεί σε φυγή με μια βάρκα και η βασίλισσα Γκούντρουν θα παραμείνει στη θέση της (!) ως αντικείμενο αμαρτωλού πάθους του Φιόλνιρ. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ενήλικας Άμλεθ θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση εκδίκησης που είχε δώσει για την άδικη δολοφονία του πατέρα του, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της μητέρας του.
Ο Έγκερς μας συστήνει τον επιδεικτικά μυώδη (υπερ)ήρωά μας μέσω της πλέον βαρβαρικής επίθεσης σ’ ένα σλάβικο χωριό, ίσως την πιο εντυπωσιακή σεκάνς του έργου, βουτηγμένη στο αίμα, το gore θέαμα και την απανθρωπιά. Σφαγές, τσεκουριές, διαμελισμοί και ολοκαύτωμα γυναικών μετά τέκνων, προδίδουν την τρομακτικά ψυχρή ψυχοσύνθεση του Άμλεθ, ο οποίος μεγάλωσε με λογική πολεμικής μηχανής, δίχως ίχνος συναισθήματος. Θα παραστήσει το σκλάβο για ν’ ακολουθήσει ένα καράβι με προορισμό τον τόπο καταγωγής του, έχοντας λάβει από πριν το «χρησμό» του πνεύματος μιας μάντισσας (η σύντομη και προβλέψιμα «αλλόκοτη» εμφάνιση της Μπιόρκ) που θα τον καθοδηγεί από εκεί κι έπειτα. Δίπλα του, ένα μυστηριώδες κατάξανθο κορίτσι, η Όλγκα, συνοδοιπόρος στη σκλαβιά, με έναν «αέρα» που θυμίζει τόσο ξωτικό όσο και τη μάνα του Άμλεθ.
Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς την εξέλιξη της πλοκής εδώ, καθώς μιλάμε για (παλαιομοδίτικα) στερεότυπα του genre. Και δείχνει από νωρίς πως ο Έγκερς δεν είναι διατεθειμένος να «πειράξει» ή να μεταλλάξει κάτι απ’ αυτό, πόσω μάλλον σε μια εποχή όπου παρόμοιες θεματολογίες έχουν αγκαλιαστεί θερμότατα από τις μάζες μέσω τηλεοπτικών προϊόντων (όπως το «Game of Thrones»). Ο «Άνθρωπος απ’ τον Βορρά» έχει φτιαχτεί με κανόνες… της αγοράς, ο ήρωάς μας είναι ανίκητος, χρησιμοποιεί με μένος τα χέρια ή το μυθικό σπαθί του (κερδισμένο σε μια ονειρική μονομαχία που θα ζήλευε κι ο βασιλιάς Αρθούρος…), κάποτε αισθάνεται πως μπορεί να νοιαστεί και για ένα πλάσμα που μάλλον αγαπά (ένα είναι, δεν απαιτεί κάποια μαντεψιά…) και η αγωνία που (θα) συνοδεύει τα κατορθώματά του περιορίζεται στις μεθόδους τις οποίες θα χρησιμοποιήσει για να γίνει πρώτα ο εφιάλτης και κατόπιν ο θανάσιμος τιμωρός του θείου Φιόλνιρ.
Η διαδικασία της συνύπαρξης του Άμλεθ και του τελευταίου είναι απολαυστική, το έργο σίγουρα δεν κουράζει (παρά τη διάρκειά του), όμως, ένα «εντάξει, μωρέ» πλανάται πάνω από το τι έχει φέρει εις πέρας ο Έγκερς κινηματογραφικά, με την απουσία της μεγαλοσύνης στη ματιά του να βαραίνει περισσότερο κι από δεισιδαιμονίες, τελετουργικές παραδόσεις, λατρείες και μυστικιστικές φοβίες των καιρών εκείνων. Ακόμη και η διαχείριση των φυσικών τοπίων της Ισλανδίας, σου δίνει την εντύπωση ότι… κάτι του λείπει. Ο «Άνθρωπος απ’ τον Βορρά» έχει τα φόντα να λειτουργήσει σ’ ένα πλαίσιο crowd-pleasing «φυγής», όμως, εάν (λόγω ονόματος, ας πούμε) είχατε φτιάξει αποσκευές για να φτάσετε μέχρι… Βαλχάλα μεριά, καλύτερα να επιλέξετε ένα λίγο μικρότερο καλάθι!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ο Ρόμπερτ Έγκερς δοκιμάζει ν’ απομακρυνθεί από το κλίμα «παραξενιάς» των προηγούμενων ταινιών του, αλλά δε φαίνεται (ακόμη) ικανός για μια πιο μεγαλόπνοη απογείωση κινηματογραφικά. Το τελικό αποτέλεσμα περιέχει θαυμάσιες στιγμές, όμως, η σύλληψη του έργου «σκοντάφτει» σε τόνους οραματικής μυσταγωγίας, ενώ οι στόχοι της παραγωγής (σαφώς) τείνουν προς κάτι το ατόφια (και στεγνά…) ψυχαγωγικό. Καλό μεν, επικό ή αξέχαστα μεγάλο σε μέγεθος… όχι. Όσοι φεύγατε τρέχοντας από το «Φάρο», μην ανησυχείτε, τούτο εδώ βλέπεται σαν κανονική ταινία!
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr