Ποτέ δε χάνω την ευκαιρία να παρακολουθήσω μία ταινία από το Ιράν στην μεγάλη οθόνη. Οι δημιουργοί βάζουν τις περισσότερες φορές τη δημιουργία – πιθανώς για την επικοινωνία ενός σημαντικού θέματος – πάνω κι από τη ζωή τους. Δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες (Παναχί, Ρασούλοφ) που είτε είναι εξόριστοι, είτε περνούν στη φυλακή πολύτιμα χρόνια τους. Η “Έρημη Χώρα” του Αχμάντ Μπαχραμί (μαθητή του Κιαροστάμι) με βαθύ προσωπικό χαρακτήρα κέρδισε το Βραβείο της Καλύτερης ταινίας στο τμήμα “Ορίζοντες” στο Φεστιβάλ της Βενετίας, όπως και το Βραβείο FIPRESCI στην ίδια διοργάνωση.
Σε ασπρόμαυρο φόντο ταξιδεύουμε στην επαρχία του Ιράν. Μοιάζει με μία διαδρομή στον χρόνο. Οι εργάτες δουλεύουν με τα χέρια. Χτίζουν τούβλο τούβλο με μοναδική βοήθεια από τα ζώα. Η απουσία των μηχανών είναι εμφανής. Ηλικιωμένοι, μεσήλικες, νέοι, παιδιά όλοι στη δουλειά. Η εκμετάλλευση στο απόγειό της και η δύναμη της εξουσίας απέναντι στους κατατρεγμένους της ζωής. Συνδετικός κρίκος μεταξύ αφεντικού και εργατών ο 40χρονος Λατφόλα. Η θέση του δύσκολη. Τα πράγματα όμως παίρνουν άσχημη τροπή όταν ανακοινώνεται πως το εργοτάξιο πρέπει να κλείσει με πρόσχημα την οικονομική κρίση και την αύξηση του πληθωρισμού.
Από την αφήγηση δε λείπουν οι σαφείς αιχμές για το ανδροκρατούμενο – θεοκρατικό κράτος που φυσικά συγκαλύπτει υπό τον μανδύα του συμφέροντα και τραπεζίτες. “Διαίρει και βασίλευε”. Οι άνθρωποι σκέφτονται μονάχα πως θα επιβιώσουν, επινοούν εχθρούς, εμπλέκονται σε έριδες και οι δυνατοί υλοποιούν αναίμακτα τα σχέδια τους. Ο επιστάτης θα βρεθεί στην μέση, με την απειλή να τεθεί στο μάτι του κυκλώνα και να χάσει τον σεβασμό του περίγυρου και φυσικά αυτή που έχει ερωτευτεί. Από την άλλη όμως υπάρχει ο δυνάστης, που τυχαίνει να είναι ευεργέτης του. Ηθικό δίλημμα, αλλά και στην πράξη.
Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε ό,τι χτίζουν … με το “γεφύρι της Άρτας”. Ουσιαστικά το πρωί μοχθούν και το βράδυ “γκρεμίζεται”. Βαθιά υπαρξιακό, αγγίζει ευαίσθητες χορδές. Διαλύει τις ψευδαισθήσεις. Ο “ευεργέτης” μοιράζει υποσχέσεις (αυτές είναι τζάμπα!) και συνεχίζει να χρωστάει τα οφειλόμενα. Η πλειοψηφία δεν έχει επιλογή. Το δεύτερο μέρος έρχεται να καλύψει τα κενά του πρώτου. Ο θεατής έρχεται εσωτερικά αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Πού ανήκει; Ποιον θα υποστηρίξει έμμεσα; Αντιλαμβάνεται επιπλέον πως μάλλον υπάρχουν και χειρότερα απ’ όσα βιώνουμε στην Ευρώπη.
Ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει εκ προοιμίου να μας μιλήσει για τη σκληρή πλευρά της ζωής. Δεν έχει διάθεση να ωραιοποιήσει καταστάσεις και να αφήσει περιθώρια στον θεατή να πάρει ανάσα όσο εκτυλίσσεται το φιλμ. Οι επαναλήψεις έρχονται σαν μοτίβο για να καταστήσουν απόλυτα σαφές το πρόβλημα και την ηθική των πρωταγωνιστών μας. Η κατάσταση σύντομα ξεκαθαρίζει. Οι “υποτελείς” φοβούνται. Είναι αδύναμοι να οργανωθούν και να αντιδράσουν, διότι εγκυμονεί ο κίνδυνος να χάσουν και τα ελάχιστα που έχουν.
Ένα ντεμπούτο που καλλιεργεί προσδοκίες για την εξέλιξη και το μελλοντικό έργο του Μπαχραμί. Με μία ιδιαίτερα εικαστική ματιά “ακτινογραφεί” την κοινωνία των προαστίων, μέσα από μία καλά στημένη αλληγορία, που ψάχνει ελπίδα κι ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτήν, αλλά κυρίως για τα παιδιά που φέρνει στη ζωή. Η πλοκή δίνει κυμαινόμενη ένταση όσο πλησιάζουμε προς το συγκινητικό φινάλε. Κρίσιμες αποφάσεις θα παρθούν και πλέον ο καθένας γνωρίζει πως δεν είναι “αθώος” …
Μίλτος Τόσκας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα alterthess.gr