«Σκοτεινός άγγελος» του μεταπολεμικού γερμανικού σινεμά, για πολλούς, ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (1945-1982) σκιαγραφείται μεταξύ ιδιοφυίας και παρακμής, στη μυθοπλαστική βιογραφία «Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ», του 62χρονου Όσκαρ Ρέλερ, σε ελεύθερη προσαρμογή τού αυτοβιογραφικού βιβλίου τού Κούρτ Ράαμπ, ηθοποιού του Φασμπίντερ, σε 31 ταινίες του.
Σημαντικός εκπρόσωπος του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, πλάι στους σύγχρονούς του Χέρτζογκ, Βέντερς, φον Τρότα κ.ά., ο Φασμπίντερ ανήκει στη γενιά των σκηνοθετών που επιχείρησαν ρήξη με τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία, προσπαθώντας να διαχειριστούν και το στίγμα του ναζισμού. Από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες, κατάφερε μέσα σε 13 χρόνια, πριν φύγει στα 36 του από υπερβολική δόση, να δημιουργήσει πάνω από 40 ταινίες μεγάλου μήκους, παράλληλα με τα θεατρικά και τηλεοπτικά του έργα. Με πρωταγωνιστές τραβεστί, καταπιεσμένες γυναίκες, εργάτες, μετανάστες και πικραμένους μικροαστούς, πραγματεύτηκε την ηθική πτώση της μεταπολεμικής Γερμανίας, επιδιώκοντας να αποκαλύψει τους κοινωνικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που γενούν τον καθημερινό φασισμό. Παραμένοντας πάντα στο πλευρό των απόκληρων και βαθιά προκλητικός, ο Φασμπίντερ δεν έπαυε να απασχολεί με τα σκανδαλιστικά καμώματά του.
Μακριά από μια συμβατική βιογραφία, η ταινία του Ρέλερ εστιάζει στην ανάδειξη της προσωπικότητας ενός αντισυμβατικού σκηνοθέτη, υιοθετώντας αρκετές από τις δικές του σκηνοθετικές προσεγγίσεις.
Σύμφωνα και με τον αυθεντικό τίτλο «enfant terrible» -αναφορά στον Ζαν Κοκτώ- η ταινία εστιάζει στην εκκεντρική φιγούρα του σκηνοθέτη, ενώ κάνει αναφορά σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα της ζωής και της καριέρας του, με συνοπτικές σκηνές για τους έρωτές του και τα γυρίσματα ταινιών, με επίκεντρο το βασικό πυρήνα των ηθοποιών, συνεργατών και αφοσιωμένων φίλων που πίστεψαν σ’ αυτόν, στηρίζοντάς τον, παρά τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του.
Ο Φασμπίντερ του Ρέλερ εμφανίζεται με μουστάκι και ανάκατο μαλλί που κρύβει το διαπεραστικό «αλεπουδίσιο» βλέμμα του, φορώντας καουμπόικες μπότες, κοντό πέτσινο μαύρο μπουφάν και λευκό πουκάμισο με μυτερό γιακά, αφήνοντας ακάλυπτο το φουσκωμένο από μπύρες στομάχι του. Μασώντας τσίχλα ή βαστώντας τσιγάρο, απεικονίζεται να πίνει μεθυσμένος Cuba Libre, τιμώντας τον Φιντέλ Κάστρο. Συχνά εμφανίζεται με τα σώβρακα, αποκαλύπτοντας τον ατημέλητο χαρακτήρα του. Μετά τη διεθνή του αναγνώριση στις Κάννες, αναδεικνύεται η επινοημένη φασμπιντερική περσόνα, με λεοπαρδαλέ κουστούμι, κόκκινο πουκάμισο, καπέλο και σκούρα γυαλιά. Σ’ αυτή την εξωτική εικόνα συνέβαλε και η εξαιρετική ερμηνεία του 53χρονου Γερμανού, ιταλικής καταγωγής, Όλιβερ Μαζούτσι, που τον ενσαρκώνει μοναδικά, προσεγγίζοντάς τον ως «τραγική φιγούρα που αναζητά αγάπη». Ο Μαζούτσι πήρε 25 κιλά για τις ανάγκες του ρόλου, σε μια εντυπωσιακή σωματική προσαρμογή σε κινήσεις και τρόπο ομιλίας.
Σε δημιουργική μέθεξη, ανάμεσα σε Μπρέχτ σε σκηνοθετική ένταση και μεθυσμένο σάτυρο, ο Φασμπίντερ παραμένει ερωτικός, απρόβλεπτος και ανελέητος, ενώ εμφανίζεται προσβλητικός και τυρανικός, ξεστομίζοντας λόγια που πληγώνουν. Ορμητικός σαν σίφουνας και απόλυτος σαν οδοστρωτήρας εισχώρησε καθοριστικά στις ζωές όσων γνώρισε, συχνά με τραγική κατάληξη. Με συνέπεια λόγων και πράξεων, ο Φασμπίντερ στιγματίζει την εξουσία που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ γίνεται ο τραγικός χαρακτήρας που σηκώνει το βάρος της σιωπής και της ενοχής, σε μια ηττημένη μεταπολεμικά, διχασμένη Γερμανία, υπενθυμίζοντας ηχηρά το αποσιωπημένο αμαρτωλό ναζιστικό παρελθόν της.
Σε πλήρη ρήξη με την πραγματικότητα, η ταινία απογειώνεται με την έξυπνη χρήση ζωγραφιστών σκηνικών, θυμίζοντας τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ ανακαλεί και το αντίστοιχο ποπ-φαντεζί σκηνικό έντονης θεατρικότητας στο κύκνειο άσμα του Φσμπίντερ, τον «Καβγατζή» (1982). Η ζωγραφιστή εμφάνιση της πολυτέλειας των στις Κάννες, προσδίδει ειρωνικό χαρακτήρα με σουρεαλιστικές πινελιές, υποστηρίζοντας το πειραματικό «κιτς» του Φασμπίντερ, που συμβαδίζει με το πανκ-αναρχικό πνεύμα του. Σε συνδυασμό με τους πολύχρωμους ποπ φωτισμούς, που περιβάλλουν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, το όλο αποτέλεσμα λειτουργεί ως ούλτρα-προκλητική πολιτική δήλωση, συμβατή και με την αισθητική της γκέι κουλτούρας, θυμίζοντας και το ψυχομαγικό σύμπαν του Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι. Άλλωστε, οι φασμπιντερικές κινηματογραφικές επιρροές παντρεύουν την τολμηρή πειραματική ματιά του Γκοντάρ, με τη σιωπηρή ψυχρότητα του Αντονιόνι και τον σαδισμό του Μπέργκμαν, με τους περιθωριακούς του Παζολίνι και τον πληθωρικό γκροτέσκο ερωτισμό του Φελίνι.
Η χρήση συμβολικών εικόνων μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης αποτελεί τέχνασμα που αποδίδει τα εσώτερα συναισθήματα του πρωταγωνιστή. Έτσι, η φθορά της κλονισμένης υγείας του από καταχρήσεις συνοψίζεται με την εμφάνιση της αποκριάτικης μορφής του Χάροντα, στα όρια χιουμοριστικού μπεργκμανικού οράματος. Η επίθεση με μαχαίρι από τον εραστή του Φασμπίντερ, τον Μαροκινό Σάλεμ, αποδίδεται συμβολικά στη σκηνή όπου ο Φασμπίντερ τον αφοπλίζει και τον αγκαλιάζει, ωθώντας τον να χορέψουν στο ρυθμό της γερμανόφωνης οπερετικής σερενάτας «Capri-Fischer» (1943/Rudi Schuricke). Αντίστοιχη συγκινησιακή φόρτιση αποπνέει και η σκηνή υπό βροχή, με τον Φασμπίντερ να βοηθάει δακρυσμένος μια εύθραυστη γερασμένη τραβεστί, που έριξε στις λάσπες ο βάναυσος νταβατζής της.
Ωστόσο, η πολιτική του διάσταση περνάει αμυδρά στο ηχητικό πεδίο, μέσα από τα ειδησεογραφικά δελτία που ακούγονται εκτός κάδρου από την ανοιχτή τηλεόραση, σε μια εποχή εκρηκτικής πολιτικής επικαιρότητας, με επιθέσεις ένοπλων οργανώσεων που ξεπήδησαν τότε, αλλά και την αεροπειρατεία, το 1976, όπου Παλαιστίνιοι μαζί με Γερμανούς των «Επαναστατικών Πυρήνων» ζητούσαν ανταλλαγή των ομήρων με Παλαιστίνιους πολιτικούς κρατούμενους. Η κρατική καταστολή συνοψίζεται στην επίθεση της αστυνομίας στο κοινόβιο, αναζητώντας παράνομους Άραβες. Η τηλεοπτική παρακολούθηση της αεροπειρατείας ενισχύεται με παράλληλο μοντάζ που εισάγει υποτιθέμενες σκηνές από το συλλογικό πολιτικό ντοκιμαντέρ «Η Γερμανία το φθινόπωρο» (1978), όπου καταγράφεται το κλίμα παράνοιας στη δυτική Γερμανία κατά την απαγωγή και δολοφονία ενός βιομήχανου, από τη Φράξια Κόκκινος Στρατός, ενώ απαθανατίζεται και η ταραχώδης κηδεία των μελών της, Μπάαντερ, Έσλιν και Ράσμπε. Ο Ρέλερ εισάγει τις υποτιθέμενες σκηνές όπου ο Φασμπίντερ σε διάλογο με την μητέρα του για το ρόλο της δημοκρατίας σε μια έκτακτη περίοδο, ξεσκεπάζει στο πρόσωπό της τη νοσταλγία ενός ολόκληρου λαού να επιστρέψει στην ασφάλεια του ναζιστικού απολυταρχισμού.
Η περίφημη ατάκα από τον «Καβγατζή»: «Κάθε άνθρωπος σκοτώνει ό,τι αγαπά» -στίχοι του Όσκαρ Γουάιλντ- ανοίγει την ταινία, ωστόσο, η σεναριακή επιμέλεια μεταφέρεται από τους διαλόγους, που ανασυνθέτουν τα τρανταχτά λόγια του Φασμπίντερ σε συνεντεύξεις του, όπως ότι «κάνει ταινίες που μιλάνε για την κτηνωδία, την εξουσία και την εκμετάλλευση, με ιστορίες ανθρώπων που τα όνειρά τους γίνονται θρύψαλα», δίνοντας ένα επεξεργασμένο απαύγασμα της κοσμοθεωρίας του. Στη συνάντηση με τον Άντι Γουόρχολ αναφέρει «πάω πάντα εκεί που με πονάει στη ζωή και στις ταινίες, γιατί το κάνει πιο αληθινό».
Μέσα από στιγμιότυπα που στιγματίζουν τη βίαιη συμπεριφορά του Φασμπίντερ αποτυπώνεται η άποψή του για πραγματική χρήση βίας στους ηθοποιούς, στα πλαίσια μιας ακραίας ερμηνευτικής μεθόδου. Παράλληλα, πολλές γλαφυρές σκηνές μεταφέρουν το συλλογικό τρόπο που ο Φασμπίντερ ζούσε και εργαζόταν με τους ηθοποιούς του, στην αυτόνομη θεατρική τους κολεκτίβα, μια παλλόμενη κοινοβιακή οντότητα, όπου συγκατοικούσαν ηθοποιοί, τεχνικοί, φίλοι και εραστές.
Αυτή η βιογραφική προσέγγιση πετυχαίνει να εξάψει την περιέργεια του κοινού, αφήνοντας έντονη γεύση για τον αντισυμβατικό αυτόν σκηνοθέτη.
Μεταξύ χιούμορ και αθεράπευτης νοσταλγίας, ο Φασμπίντερ απεικονίζεται από τον Ρέλερ στο πλατό του «Καβγατζή» στην ερωτική σκηνή μεταξύ Γκίντερ και ενός ναύτη, να βάζει επιδεικτικά στο πικάπ το «Ich bin der deutsche Neger» (1982/Γιόαχιμ Βιτ). Κάτω από την απαστράπτουσα ντισκομπάλα στο γκέι μπαρ, ο Φασμπίντερ χορεύει στο ρυθμό του «Goldener Reiter» (198/Γιόαχιμ Βιτ), την εποχή που πρωταγωνιστούσε στην καλτ ταινία «Καμικάζι» (1982/Βολφ Γκρεμμ), που σημαίνει «άνεμος των Θεών», ενώ το τραγικό του τέλος σφραγίζεται με την θλιμμένη ιταλική μπαλάντα με κιθάρα «Amara terra mia» (1971/Ντομένικο Μοντούνιο).
Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στην ιστοσελίδα edromos.gr