Στο Λος Άντζελες του 1973 ένας 15χρονος ηθοποιός με επιχειρηματικό πνεύμα ερωτεύεται με μια τετραπέρατη 25χρονη βοηθό φωτογράφου. Μαζί θα περάσουν μια σειρά από περιπέτειες που θα δοκιμάσουν το αίσθημά τους και θα το βοηθήσουν να ωριμάσει, πριν φτάσουν καν να ενδώσουν σ’ αυτό.
Νεανική κομεντί ενηλικίωσης που, έστω μέσα σε μια περιστασιακά άρρυθμη πλοκή, αποπνέει τον ενθουσιασμό, την περιέργεια, την άγνοια κινδύνου, τις ορμόνες, την αισθηματική ρευστότητα και τις περιπέτειες της εφηβείας και της πρώιμης νεότητας.
Ειδικά όταν αυτά εκτυλίσσονται στην έδρα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όπου ο σκηνοθέτης έχει την ευκαιρία να τα διανθίσει με διάφορους φαινομενικά εξωπραγματικούς τύπους, οι οποίοι είναι βασισμένοι σε εντελώς πραγματικά πρόσωπα και συμπεριφορές, με απολαυστικότερο παράδειγμα τον διαβόητο παραγωγό Τζον Πίτερς, που υποδύεται ο Μπράντλι Κούπερ.
Όμως η ταινία βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ταλέντο των δύο πρωταγωνιστών της, της μουσικού- ερμηνεύτριας Αλάνα Χάιμ και του Κούπερ Χόφμαν, γιου του τακτικού πρωταγωνιστή του σκηνοθέτη, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, που πέθανε πρόωρα το 2014.
Κι οι δυο πραγματοποιούν εδώ το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο, και χάρη στη φρεσκάδα, τη ζωηράδα, την αφέλεια και τον δυναμισμό τους κατάφεραν να βραβευτούν από το έγκριτο National Board of Review των Η.Π.Α., βρέθηκαν υποψήφιοι για Χρυσές Σφαίρες, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι θα τους ξανασυναντήσουμε στις επερχόμενες υποψηφιότητες των Όσκαρ όταν ανακοινωθούν στις 8 Φεβρουαρίου.
Ο Άντερσον τούς τυλίγει σε μια ευδιάθετη νοσταλγική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία χρησιμοποιεί ακόμη και τη δυσάρεστη επικαιρότητα της εποχής προς διασκεδαστικό της όφελος, όπως, για παράδειγμα, την πετρελαϊκή κρίση, στο πλαίσιο της οποίας εκτυλίσσονται μερικές από τις πιο απολαυστικές σκηνές της ταινίας.
Σε μια αξιοσημείωτη για έναν Bond fan σκηνοθετική λεπτομέρεια, η ταινία είναι η δεύτερη του 2021 που χρησιμοποιεί το μοτίβο της μαρκίζας ενός κινηματογράφου ο οποίος προβάλλει μια ταινία Μποντ, για να υπογραμμίσει τον ιστορικό χρόνο της πλοκής του. Όπως ο Έντγκαρ Ράιτ στο «Συνέβη στο Σόχο» («Last Night in Soho») χρησιμοποίησε την «Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball», Τέρενς Γιανγκ, 1965), έτσι κι ο Άντερσον εδώ χρησιμοποιεί το «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» («Live and Let Die», Γκάι Χάμιλτον, 1973) για να προσδιορίσει χρονικά και να ενισχύσει την παρελθοντική ατμόσφαιρα της πλοκής.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr