Έφυγε και ο Δημήτρης Χαρίτος... Σήμερα στο Πρώτο Νεκροταφείο, η οικογένεια μου ζήτησε να πω δυο λόγια, γι' αυτόν.
Επειδή, με όλα αυτά που συμβαίνουν, κάποιοι δεν ήταν εκεί, τα ανεβάζω εδώ και για τους απόντες.
Χαίρε, Δημήτριε, φίλε Δημήτρη, γεια σου κι ας μην ήρθαμε σήμερα εδώ για χαρά. Είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε στον χώρο του Πρώτου Νεκροταφείου, που συχνάζαμε ξεπροβοδίζοντας κάποιο φίλο, από τότε που μας πήραν κι εμάς, όπως όλους τους κοινούς θνητούς φίλους μας, τα χρόνια. Η προτελευταία ήταν στου Ξανθόπουλου, του φίλου μας του Λευτέρη, το κατευώδιο.
Σε είδα μικρούλη, σαν παιδάκι, να τριγυρνάς, εσύ το μεγάλο ανθρωπάκι, όπως σου άρεσε να σε αποκαλώ, και χρησιμοποίησα μια από τις δηλητηριώδεις ατάκες μου, που παραδόξως πάντα σε διασκέδαζαν: Χαρίτο, ζεις; Το περίμενες και είχες την απάντηση: Γιατί, ρε Γιαννιώ, εμποδίζω κανέναν; Έγινα τόσος δα, σαν κατσαριδάκι, να μη σας πιάνω τον χώρο, να μη σας εμποδίζω, να βρίσκω χώρο να ζω. Εκεί, σε εκείνο το επικίνδυνο όριο, τα χρειάστηκα. Εσύ που δεν ενόχλησες κανέναν, ζητούσες αυτή τη χάρη από τους άλλους; Ήσουν ο άνθρωπος, που για να παραφράσω τον τίτλο ταινίας αγαπημένου κοινού φίλου, του Σταύρου Ψυλλάκη, ο άνθρωπος που δεν ενόχλησε το σύμπαν, αλλά το σύμπαν κάτι εισέπραξε από τη παρουσία σου, την καλοσύνη σου, το ήθος σου.
Τώρα, για το έργο σου, έχω να πω πολλά, μόνο που σ’ αυτό το δύσκολο σήμερα σταυροδρόμι δεν μετράνε και τόσο, όσο αυτά που προανέφερα. ‘Εγραψες, εποίησες, απολαύσαμε τα γραπτά σου, τη σκέψη σου, το σπινθηροβόλο σου πνεύμα, τις διοικητικές σου ικανότητες, ως υψηλόβαθμο στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας, ως πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, κι εγώ δίπλα σου, και ξέμεινα ακόμα εκεί, στο σωματείο των κριτικών, για να σου μεταφέρω σήμερα τα χαιρετίσματα των ομότεχνών μας, ως αντιπρόεδρος εσύ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, ως ποιητής καλός, δοκιμιογράφος με ιδιαίτερο στιλ, ως άνθρωπος με παρεμβάσεις στον χώρο, αλλά όλα αυτά θα υπάρχουν στο βιογραφικό σου, για τους ρέκτες της όποιας τέχνης υπηρετήσαμε, αδερφέ.
Εσύ τώρα πας να συναντήσεις τον Θεόπομπο, τον ομότεχνό σου, πριν 80 χρόνια, σαλταδόρο, γιατί όσοι δεν το ξέρουν, κατά την μαρτυρία σου σε μένα, ξεκίνησες σαν σαλταδόρος, όπως εκείνα τα υπέροχα παιδιά της Κατοχής που σάλταραν στα γερμανικά καμιόνια και πετούσαν στον δρόμο τις κουραμάνες να τις αρπάζουν οι πεινασμένοι. Σφύριξε ο τσιλιαδόρος, πηδήξατε κάτω, έπεσε μια ριπή, πήρε πέντε τούμπες ο Θεόπομπος και απέμεινες εσύ ο επιζών.
Ευχαριστούμε εμείς την τύχη, παρηγόρησε εσύ τον Θεόπομπο, το παιδάκι που το όνομά του θυμίζει Θεία Κωμωδία…
Μετά σκαρφάλωσες στην ιεραρχία της Τράπεζας κι εγώ σε γνώρισα συνταξιούχο πλέον, στον σχεδόν αιωνόβιο βίο σου, στο Κέντρο Κινηματογράφου, που αποπειράθηκες να με βοηθήσεις στο πρώτο μου σενάριο… Στη δύσκολη ώρα, στην Ένωση Κριτικών, με την ψήφο μου είπα αυτός είναι ο Πρόεδρος κι ακόμα μου το κρατάνε κάποιοι που διεκδικούσαν τη θέση. Τώρα, είμαστε όλοι αγαπημένοι... Ελένη, τον θυμάμαι τον Δημήτρη να παθιάζεται, να τα δίνει όλα στις συνελεύσεις, κι εσύ ερχόσουν στα πίσω καθίσματα κουβαλώντας χάπια και καθώς περνοδιάβαινα μού έδινες από κάποιο να του το δώσω και σου έλεγα, ησύχασε καλή μου, δεν ήρθε ακόμα η ώρα του. Φαίνεται, αγαπημένη μου, πως τώρα ήρθε η ώρα του, μετά από τρεις δεκαετίες.
Δυο πράγματα που ήξερα για σένα, διαλεγμένα από τις ατέλειωτες φλυαρίες μας, τα κατέθεσα, Δημήτρη. Τι μένει; Αυτό που είπε ο σοφός φίλος μας Γρηγόρης Γρηγορίου, για το υπέροχο βιβλίο που συνέταξες γι’ αυτόν και το επιμελήθηκα. Στα μικρά κειμενάκια εκείνου χρησιμοποίησες ένα εύρημά σου, το Γρ Γρ, από το Γρηγόρης Γρηγορίου και στα δικά σου σημειώματα έβαζες Δ. Χ, τα αρχικά σου. Είπε ο Γρηγόρης: Από όλο αυτό το τόμο που φτιάξατε για μένα θα μείνουν τα δύο παιχνίδια του Χαρίτου, το Γρ. Γρ. και το Δ.Χ., δημόσιας χρήσης και αναλώσιμοι είμαστε όλοι. Αλήθεια, τι έγινε ο Πρόσπερος; Παρέλειψα να σε ρωτήσω τριάντα τόσα χρόνια. Τις εκδόσεις, εννοώ, του ναύαρχου και λογοτέχνη Τάσου Κόρφη, που όταν έφυγε ξαφνικά, βάλθηκες να τις σώσεις και με πήγαινες ξανά και ξανά σ’ εκείνο το λογοτεχνικό στέκι, που αργόσβηνε κάπου στην Αχαρνών.
Εκεί που πήγες τώρα, άνοιξε τα χαρτιά του Πρόσπερου. Κάποτε είχες φτιάξει μέσω το Κέντρου Κινηματογράφου έναν τηλεμαραθώνιο ταινιών σε όλη την Ελλάδα. Στη λήξη του βρεθήκαμε να μιλάμε οι δυο μας στην Καλαμάτα για τις Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Βούλγαρη, μαζί μας και ο Παντελής. Στον γυρισμό έκλεισε το Αρτεμίσιο από τα χιόνια και γυρίσαμε από Πάτρα. Κάναμε 200 ώρες να φτάσουμε στην Αθήνα, όχι γιατί ο Παντελής ήταν κακός οδηγός, αλλά εσύ την είχε καταβρεί με την περιπέτεια στην ομίχλη και το χιόνι. Έπαιρνες κάθε τρεις και λίγο την Ελένη να της πεις πως χαθήκαμε στα όρη της Φρυγίας ή μας απήγαγαν ληστές στην Γκιώνα.
Ήσουν άνθρωπος της καλής παρέας και όσο και αν πίναμε στον δρόμο, ο Παντελής οδηγούσε καλά…
Φίλε, Δημήτρη, το τελευταίο καλοκαίρι, πέρασα τις διακοπές, όπως κάναμε συχνά και μαζί, σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Κρήτη. Δεν ήσουν εκεί εσύ, αλλά ο γιος σου, που πάντα καμάρωνες γι’ αυτόν, όπως και για την Κλεοπάτρα σου, αλλά και για τα άλλα δυο παιδιά σου, έστω κι αν αυτά δεν ήταν αίμα σου και μαζί μας ήταν ο εγγονός σου, ο γιος του Λευτέρη. Συχνά το έφερνε η κουβέντα στο μεγάλο ανθρωπάκι, σ’ εσένα. Λίγο αργότερα διάβασα μια ανάρτηση του Λευτέρη στα γενέθλιά σου που καμάρωνε για σένα.
Προχθές πήρα για συμπαράσταση τον Λευτέρη και μου ζήτησε να πω σήμερα εδώ δυο λόγια. Τα λέω λοιπόν, τώρα που δεν θα αντιδράσεις χαριτωμένα. Μεγάλο ανθρωπάκι, από εδώ και στο εξής, τώρα που μας έφυγες ψηλά, θα σε αποκαλώ Μεγάλο Άνθρωπο. Καλό σου ταξίδι, Δημήτρη.
Γιάννης Σολδάτος