Μενού

ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΚΤΑΤΩΡ, Ο (Επαν.) - Δημήτρης Κολιοδήμος

Ένας φτωχός Εβραίος κουρέας, στρατιώτης στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ερωτευμένος με μία νεαρή γειτονοπούλα του, κι ένας πλούσιος τραπεζίτης που αρνήθηκε να δανειοδοτήσει την Κυβέρνηση, προσπαθούν ν’ αποφύγουν τις διώξεις του καθεστώτος του δικτάτορα Αντενόιντ Χίνκελ.

Το 1940, όταν ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον Τσάρλι Τσάπλιν, μετά την προβολή του «Μεγάλου Δικτάτορα», πώς έβλεπε το μέλλον του μικρόσωμου αλητάκου που με τόση επιτυχία είχε ενσαρκώσει στις προηγούμενες ταινίες του, ο δημοφιλής καλλιτέχνης είχε απαντήσει: «Ποτέ πια δεν θα ξαναείμαι ο Σαρλό. Ο Σαρλό είναι νέος. Μπορείτε να φανταστείτε έναν γερασμένο Σαρλό;». Και, πραγματικά, αυτή ήταν η αλήθεια. Ο ήρωας των παιδικών μας χρόνων, αυτός που με την αυθόρμητη και πηγαία συμπεριφορά του μας είχε χαρίσει τόσες και τόσες στιγμές ξενοιασιάς, ήταν μια φιγούρα του παρελθόντος. Το όνομα ενός clown, που επί είκοσι συνεχή χρόνια δεν απέδιδε απλώς την κωμική πλευρά του κινηματογράφου, αλλά και την τρυφερότητά του, την ποίησή του και τη δύναμή του, έμελλε σιγά-σιγά να σβήσει και ν’ αντικατασταθεί από τον ώριμο πια Τσάρλι Τσάπλιν. Άλλωστε, τα παγκόσμια προβλήματα της εποχής είχαν γίνει πολύ πιο συγκεκριμένα και ήταν αρκετά βαριά για τους ώμους του ανθρωπάκου. Κι ο Τσάπλιν είχε αναγγείλει, από το 1938 ήδη, ότι ετοίμαζε μία ταινία εναντίον του Χίτλερ.

Το αρχικό σενάριο, που η συγγραφή του είχε ολοκληρωθεί παρά την ανοιχτή επέμβαση του Γερμανού πρόξενου στο Λος Άντζελες, καθώς και τις αλλεπάλληλες απειλητικές επιστολές, τελικά εγκαταλείφθηκε. Ο Τσάπλιν έγραψε ένα καινούργιο, τους πρώτους μήνες του 1939, αλλά η κήρυξη του πολέμου και μία προειδοποίηση της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών, παραλίγο να προκαλέσουν την οριστική ματαίωση της ταινίας. Ο σκηνοθέτης, όμως, ξαναστρώθηκε στη δουλειά και η ταινία προβλήθηκε επιτέλους στη Νέα Υόρκη, τον Οκτώβριο του 1940, για να γίνει δεκτή με επιφυλάξεις. Σήμερα, ωστόσο, απόψεις σαν αυτή που ισχυριζόταν ότι ήταν επιπολαιότητα, αν όχι απρέπεια, να μεταμορφώνεις σε χοντροκομμένη γελοιογραφία μια παγκόσμια τραγωδία, έχουν ξεπεραστεί, και το φιλμ θεωρείται μία λογική προέκταση της προηγούμενης δουλειάς του, των «Μοντέρνων Καιρών» (1936). Με άλλα λόγια, η υποδούλωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο που ετοίμαζε ο Ναζί δικτάτορας, ήταν εξίσου (αν όχι περισσότερο) επίφοβη από την υποδούλωση του ανθρώπου από τη μηχανή.

1234 1

Η υπόθεση παρακολουθεί το δράμα ενός Εβραίου κουρέα στην χιτλερική Γερμανία και παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον αγώνα του μικρόσωμου Δαβίδ εναντίον του γιγαντόσωμου Γολιάθ. Οι καιροί δεν ήταν κατάλληλοι για κωμωδία, και ο Τσάπλιν αποσπά τον αλήτη που δημιούργησε από τον θρύλο του και τον τοποθετεί στην καρδιά του εβραϊκού ghetto, στον πυρήνα της Ιστορίας: από καταπιεζόμενο πρόσωπο, τον κάνει εκπρόσωπο ενός συνόλου ανθρώπων, που βιώνουν καθημερινά τη μανία, τις διώξεις και τις κτηνωδίες της πολιτοφυλακής. Αυτό, όμως, δε σημαίνει διόλου ότι ο ίδιος ο δημιουργός απαρνήθηκε τον ιδεαλισμό του. Γι’ αυτό και «διχοτομείται», μοιράζοντας την ερμηνεία του ανάμεσα στον δικτάτορα της Θερμανίας, τον Αντενόιντ Χίνκελ, και τον σωσία του, τον Εβραίο κουρέα. Από τη μία δείχνει τα παρανοϊκά έργα του πρώτου, την προετοιμασία της εισβολής στην Όστρλια και την υποδοχή του φασίστα Ναπαλόνι, από την άλλη παρουσιάζει τον έρωτα του δεύτερου για τη νεαρή Χάνα, την πίστη του στις αξίες της ζωής και της εργασίας. Και μέσα από μία αλληλουχία επεισοδιακών γεγονότων, φέρνει τον δεύτερο στη θέση του πρώτου, κάνοντας μία συγκλονιστική έκκληση στην ειρήνη, την αδελφότητα και την ελευθερία των λαών και των ανθρώπων.

Σε ολόκληρη την ταινία, ο Τσάπλιν ως Χίνκελ, μέσα από την «παραποίηση» της γερμανικής γλώσσας, καταγγέλλει την «ρητορική» και την «ιδεολογία», που μεταφέρουν οι ακατάληπτοι μονόλογοι του παράφρονα αρχηγού του γερμανικού κράτους. Καταδικάζει τα σωβινιστικά «μηνύματα» που αυτοί μεταφέρουν. Και στο τέλος, ως ένας «νέος Σαρλό», εκφράζει την προσωπική του στράτευση, συνοψίζοντας όλα εκείνα που συνθέτουν το «όνειρο ευτυχίας» κάθε φιλελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να χτυπήσει τα «δαιμόνια» του κακού. Κι αυτή ακριβώς η πλευρά του έργου του, επίκαιρη τότε αλλά και τώρα, με τους κάθε λογής δικτάτορες να ορίζουν τις τύχες των λαών τους και τους ημιπαράφρονες κυβερνήτες να ελέγχουν τη μοίρα του κόσμου, είναι εκείνη που έκανε το πλατύ κοινό, με την αλάθητη λαϊκή του αίσθηση, ν’ αγκαλιάσει το φιλμ, το οποίο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Με τον «Μεγάλο Δικτάτορα», ο Τσάπλιν ανήγγειλε (έμμεσα) τον οριστικό θάνατο του Σαρλό, μίλησε (άμεσα) σ’ ολόκληρο τον κόσμο, απευθύνθηκε (μέσω του κινηματογράφου) στους ανθρώπους χωρίς προσχήματα. Όταν περνάει (λόγω ομίχλης) στις γραμμές του εχθρού, όταν βάζει το τεράστιο κανόνι να πάθει «αφλογιστία», όταν «τρώει» τα τρία νομίσματα και, πάνω απ’ όλα, όταν εμφανίζεται σε gros plan στην οθόνη, για να εκφωνήσει τον «πληθωρικό» του μονόλογο, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να εκφράζει την προσωπική του στάση απέναντι σε κάτι που πιστεύει βαθιά και ακλόνητα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν δεν έχετε δει ποτέ τη σατιρική επίθεση του Τσάρλι Τσάπλιν εναντίον του Άντολφ Χίτλερ, ο οποίος στην ταινία ονομάζεται Αντενόιντ Χίνκελ, είναι καιρός (επιτέλους) να την δείτε – διατηρεί όλο της το μεγαλείο. Αν την έχετε δει, δε σας εμποδίζει τίποτα από το να την ξαναδείτε – μπορεί η ναζιστική Γερμανία να μην υπάρχει πια, αλλά οι καιροί είναι πονηροί και το φάντασμα του ναζισμού εξακολουθεί να πλανάται πάνω από την υφήλιο.

Δημήτρης Κολιοδήμος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσεδίδα freecinema.gr

Smart Search Module