Ο ισραηλινός σκηνοθέτης Άρι Φόλμαν έχει γυρίσει μέχρι στιγμής πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, ανάμεσα τους η τολμηρή υβριδική επιστημονικής φαντασίας live-action animation Πέρα από το όνειρο (2013). Είχε, όμως, γίνει παγκοσμίως γνωστός από το υποψήφιο για Όσκαρ Waltz with Bashir, το 2008. Η τωρινή ταινία του και το Βαλς με τον Μπασίρ διαφέρουν δραματουργικά: η πρώτη είναι μία φαντασίωση, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, ενώ το δεύτερο ήταν (και εξακολουθεί να είναι) μία αυτοβιογραφική εκδοχή της περιόδου που ο Φόλμαν ήταν στον ισραηλινό στρατό. Και οι δύο ταινίες χρησιμοποιούν εξελιγμένα κινούμενα σχέδια για να αφηγηθούν ιστορίες εν καιρώ πολέμου, με τις οποίες ο Φόλμαν δείχνει να έχει πολύ στενή προσωπική σχέση. Στην Άννα Φρανκ αισθάνεσαι να εδραιώνονται οι δυνάμεις του στην προσπάθειά του να εξερευνήσει νέους τομείς με πιο διακριτικό τρόπο και, μπορεί τελικά να μην είναι τόσο πρωτοποριακή όσο το Βαλς, έχει όμως άλλη μία τολμηρή και προκλητική χρήση της εμψύχωσης και κατορθώνει να στοιχειώσει όσους θεατές την δουν.
Η ταινία ξεκινάει ένα βροχερό πρωινό έξω από το μουσείο του σπιτιού της Άννας Φρανκ στο Άμστερντάμ, όπου μία μεγάλη ουρά ανθρώπων περιμένουν, κάτω από τις ανοιγμένες ομπρέλες τους, να ανοίξει το μουσείο, αγνοώντας ότι, ελάχιστα μέτρα πιο πέρα, οι ισχυρές ριπές του ανέμου παρασύρουν τη σκηνή στην οποία διαμένει μία οικογένεια προσφύγων. Παράλληλα, εντός του μουσείου, στον πρώτο όροφό του, θρυμματίζεται το γυαλί από την προθήκη μέσα στην οποία βρίσκεται το ημερολόγιο που έγραψε η έφηβος τότε Άννα Φρανκ, ενώ κρυβόταν κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τα γράμματα στη σελίδα θολώνουν, ενώνονται σε μακρινές έλικες και σχηματίζουν τη μορφή ενός νεαρού κοριτσιού. Το κορίτσι είναι η Κίτι, η φανταστική φίλη στην οποία απευθύνθηκε ή Άννα όταν έγραφε το ημερολόγιά της.
Σε αναδρομές που διατρέχουν την ταινία, μαθαίνουμε ότι η Κίτι πήρε ζωή μέσα από το ημερολόγιο και κανείς άλλος δεν μπορούσε να την δει. Στη σύγχρονη ιστορία, επιστρέφει χωρίς να έχει ιδέα πόσος χρόνος έχει περάσει ή τι έχει στο μεταξύ γίνει με τη φίλη της, την Άννα. Διαπιστώνει ότι, ενώ είναι αόρατη όταν βρίσκεται μέσα στο σπίτι, μπορεί να γίνει ορατή όταν βγει απ’ αυτό – όπως τη στιγμή που φεύγει, έχοντας στην κατοχή της το ημερολόγιο. Έτσι μετατρέπεται σε μία διαβόητη κλέφτη ημερολογίων, και καταδιώκεται σ’ όλη την πόλη. Όταν αποδεικνύονται ότι οι μόνοι σύμμαχοί της είναι μία ομάδα νεαρών προσφύγων, που πρόκειται να απελαθούν, οι παραλληλισμοί γίνονται ολοφάνεροι.
Ο Φόλμαν χρησιμοποιεί θαυμάσια τις δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τα φλας-μπακ με τους Ναζί είναι σκοτεινά και απειλητικά, οι στρατιώτες παριστάνονται ως μακριές φιγούρες με μανδύα και σβάστικες, ενώ οι σημερινές σκηνές είναι πιο ανοιχτόχρωμες και λιγότερο στιλιζαρισμένες. Σε μια εποχή που οι αρνητές του Ολοκαυτώματος αυξάνονται, η ταινία μας παρουσιάζει ένα κορίτσι που αναγκάζεται να αποδεχθεί μία σκληρή αλήθεια. Υπάρχουν και πιο ανάλαφρες στιγμές στην ταινία, στην καρδία όμως γίνεται πιο ζοφερή και τολμηρή, καθώς βυθίζεται σ’ έναν κόσμο γεμάτο ναζιστικούς συμβολισμούς και ο τρόμος της δεκαετίας του ’40 αναμειγνύεται με τους κινδύνους των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 2000. Ο Φόλμαν βρίσκει έναν τρόπο να μας δώσει το τέλος που θα θέλαμε και, αμέσως μετά, να μας κάνει να αντιμετωπίσουμε το τέλος που πρέπει να έχουμε, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν. Κι ένας διάτιτλος μας επισημαίνει ότι 17 εκατομμύρια παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν από εμπόλεμες ζώνες σ’ ολόκληρο τον κόσμο το 2020, ενώ ένας άλλος αναφέρει ότι οι γονείς του Φόλμαν διάβηκαν τις πύλες του στρατοπέδου Άουσβιτς την ίδια εβδομάδα με την οικογένεια Φρανκ.
Ανδρέας Κουταλάς
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress