Δυο χρόνια μετά το αριστουργηματικό Το πρόσωπο της ομίχλης, ο Ουκρανός σκηνοθέτης Σεργκέι Λοζνίτσα συμμετέχει εκ νέου στις Κάννες, αυτή τη φορά εκτός συναγωνισμού, παρουσιάζοντας σε ειδική προβολή το ντοκιμαντέρ Μεϊντάν, για τα γεγονότα στην κεντρική πλατεία του Κιέβου.
Μέσα από σταθερά πλάνα και μεγάλης διάρκειας λήψεις, ο Λοζνίτσα παρουσιάζει χαρακτηριστικά αποσπάσματα της κλιμακούμενης έντασης, απ’ το Νοέμβρη του 2013 ως και το Φλεβάρη του 2014, που έκαναν την εμφάνισή τους, ανάμεσα σε μοιρολόγια, τα φέρετρα των πρώτων νεκρών.
Σε ατμόσφαιρα που θυμίζει τα κατειλημμένα απ’ το λαό ανάκτορα στην ταινία Οκτώβρης του Αϊζενστάιν, αρχικά επικρατεί ένα γενικευμένο κλίμα ενθουσιασμού, με πλήθη κόσμου στους διαδρόμους των κατειλημμένων δημόσιων κτιρίων, συνθήματα διαμαρτυρίας στα κρεμασμένα γιγάντια πανό, ενώ πολλοί τραγουδούν μπρος στην κάμερα, τον εθνικό ύμνο. Η δράση περνάει στη συνέχεια έξω, με την κάμερα ανάμεσα στα πλήθη, ως παρατηρητής στην κατάληψη της πλατείας Μεϊντάν, μέσα στο καταχείμωνο. Σε εθνικιστικό παραλήρημα, πλήθος σημαίες ανεμίζουν στα κοντάρια και στις ράχες των διαδηλωτών, ενώ ακούγονται διαρκώς απ’ τα μεγάφωνα των κεντρικών εγκαταστάσεων πατριωτικά ποιήματα και τραγούδια. Σε μια σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του απλού λαού, κλιμακώνεται η ένταση, στήνονται οδοφράγματα με λεωφορεία και αμάξια, φωτιές στα βαρέλια τα βράδια φωτίζουν και ζεσταίνουν την ατμόσφαιρα. Σε όλη τη διάρκεια παίζουν μουσική, από παραδοσιακά κοζάκικα τραγούδια, μέχρι το Μπέλα Τσάο, ακόμα και τη Μασαλλιώτιδα, σύμβολο επανάστασης.
Τα συνθήματα που κινητοποίησαν τη λαϊκή οργή, στη σύγκρουση με το τυραννικό καθεστώς, στρέφονται γύρω από την υπεράσπιση μιας εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Όταν οι βαριά οπλισμένες δυνάμεις καταστολής περικύκλωσαν ασφυχτικά την πλατεία, ως συμπαγές κομμάτι στρατιωτών με προτεταμένες ασπίδες, σε απόλυτους σχηματισμούς ρωμαϊκής λεγεώνας, ο ετοιμοπόλεμος όχλος, με μάσκες και κράνη, συντονίστηκε σε συνειδητοποιημένο λαό που αντιστάθηκε και συγκρούστηκε στις πρώτες οδομαχίες, αντιμετωπίζοντας μια εμπόλεμη κατάσταση, με πυροβολισμούς και δακρυγόνα από παντού, ενώ απ’ τα οδοφράγματα ξεπετάγονταν φλόγες. Εντυπωσιακό είναι ότι οι συγκρούσεις καλύπτονταν από ήχους τυμπάνων, σε έντονο πολεμικό ρυθμό. Η σκηνή με το πρωινό χιονισμένο τοπίο πάνω στα καπνισμένα αποκαΐδια και τις λυρικές φωνές απ’ τα μεγάφωνα, να τραγουδούν όπερες, θυμίζει έντονα το πεδίο μάχης με τους νεκρούς, στον Αλέξανδρο Νιέφσκι του Αϊζενστάιν.
Τελευταία, μετά την αναταραχή στη Μέση Ανατολή και στον αραβικό κόσμο, οι κινηματογραφικές καταγραφές μέσα από τα ντοκιμαντέρ επαναφέρουν στο προσκήνιο τη μαχητικότητα των πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Ο Λοζνίτσα, πιάνει κι αυτός τον παλμό του εξεγερμένου πλήθους, αναδεικνύοντας και πάλι τη λαϊκή μάζα σε πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Ο Λοζνίτσα συμμετείχε και στο συλλογικό έργο με τίτλο Les Ponts de Sarajevo (Οι γέφυρες του Σεράγεβο), όπου δεκατρείς σκηνοθέτες, ανέμεσά τους η Αΐντα Μπέγκιτς και ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, προσεγγίζουν αυτό που συνέβη πριν 20 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία, καθένας με το δικό του τρόπο, στη δική του ολιγόλεπτη μικρού μήκους ταινία.
Στο προσκήνιο έρχονται σπάνιες, ομολογουμένως, κωμικές εκφάνσεις, σε μια ιστορία που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τον κυκεώνα των ιστορικών ερμηνειών για τις εθνικές οριοθετήσεις της περιοχής, πότε συγκλονιστικές μαρτυρίες σε μια ντοκιμαντερίστικη καταγραφή και πότε μικρά επεισόδια μιας περίεργης καθημερινότητας, που αποτυπώνουν το ακόμα φρέσκο και βαθύ τραύμα του εμφυλίου.
Σ’ ένα μη αφηγηματικό στυλ ακολουθεί με το δικό του σκηνοθετικό, πειραματικό τρόπο ο Λοζνίτσα, με τη δική του μικρού μήκους οπτικοακουστική πρόταση, σε ασπρόμαυρο φιλμ που εντείνει την πένθιμη διάθεση, ως ένα είδος κινηματογραφημένου μνημείου για τους νεκρούς, με φόντο το δικό τους χώρο.
Φωτογραφίες νεκρών μαχητών νεαρής ηλικίας, με τα όπλα στον ώμο, προβάλλονται πάνω από κάποια βίντεο που καταγράφουν μέσα από σταθερό πλάνο τη σημερινή ζωή, με ζωντανές όψεις δημόσιων χώρων του Σεράγεβο, δρόμους, πλατείες, διάφορες γειτονιές της πόλης, αυτοκίνητα εν κινήσει και παιδιά που παίζουν μπάλα. Αυτοί οι δύο κόσμοι, ο σημερινός των ζωντανών και οι φωτογραφίες των νεκρών, συγχωνεύονται σε μια ευρύτερη φιλοσοφική και υπαρξιακή σύγκλιση, προβάλλοντας το τότε στο τώρα, με τρόπο που επισημαίνει τη ζωντανή ακόμα παρουσία αυτής της εφιαλτικής μνήμης. Οι ήχοι που εισάγονται στην εικόνα, με πυροβολισμούς και καμπανοκρουσίες, τονίζουν μια μοιραία αίσθηση, ενώ συχνά ακούγεται και μουσική υπόκρουση των εξαιρετικών συγκινητικών νυχτερινών του Σοπέν.
Aνταπόκριση από Κάννες: Ιφιγένεια Καλαντζή