Παλαιστίνιος που ζει χωριστά από την οικογένεια του, πληροφορείται πως ο μικρός του γιος έχει τραυματιστεί σοβαρά σε τροχαίο. Καθώς η άδεια εισόδου του στον ισραηλινό τομέα έχει λήξει, δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιχειρήσει να περάσει λαθραία το τείχος της Δυτικής Όχθης.
Αποτρεπτικό μέσο κατά της τρομοκρατίας σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, καταπιεστική μορφή διαχωρισμού σύμφωνα με τους Παλαιστίνιους, το τείχος της Δυτικής Όχθης αποτελεί μία από τις πολλές παραμέτρους του σταθερά άλυτου μεσανατολικού ζητήματος. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σε μεγάλου μήκους σκηνοθέτης Αμίν Ναϊφέ, με τούτα τα «200 Μέτρα» δε στέκεται τόσο στην πολιτική διάσταση του θέματος, παρά χρησιμοποιεί την θλιβερή καθημερινή πραγματικότητα χιλιάδων συμπατριωτών του όπως έχει διαμορφωθεί εξαιτίας του «φράγματος», προκειμένου να διηγηθεί το δράμα ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας.
Ο Μουσταφά είναι περιστασιακός εργάτης σε οικοδομές, ο οποίος πηγαινοέρχεται από τον παλαιστινιακό στον ισραηλινό τομέα λαμβάνοντας καθημερινές άδειες εισόδου, αρνούμενος ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της μόνιμης παραμονής στην εμφανώς πιο ανεπτυγμένη «απέναντι» πλευρά, όπως η σύζυγος του έχει επιλέξει για εκείνη και τα παιδιά τους. Η απόσταση που χωρίζει τα σπίτια τους δεν υπερβαίνει τα διακόσια μέτρα (εξ ου και ο τίτλος), όμως, το τείχος κάνει το μήκος αυτό να μοιάζει ατελείωτο. Αυτό θα το συνειδητοποιήσει για τα καλά ο φτωχός πατέρας, όταν εξαιτίας γραφειοκρατικού λάθους θα βρεθεί παγιδευμένος στην παλαιστινιακή μεριά, την ώρα που η οικογένειά του τον χρειάζεται δίπλα της. Χωρίς να χάσει χρόνο, επιβιβάζεται μαζί με άλλους «λαθραίους» συμπατριώτες του σε αυτοκίνητο, ξεκινώντας ένα road trip διακοσίων… χιλιομέτρων, αναζητώντας παράνομο τρόπο περάσματος στο Ισραήλ.
Η βασική ιδέα κρύβει έναν οικουμενικό προβληματισμό. Δεν υπάρχουν μονάχα τα φυσικά τείχη της Δυτικής Όχθης (ή όπου αλλού υπάρχουν παρόμοιες κατασκευές) που αναγκάζουν ολόκληρες οικογένειες να ζουν χωριστά, μα υπάρχουν κι εκείνα τα αόρατα φράγματα της οικονομικής ένδειας, που ενίοτε επιφέρουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Δημιουργείται η βεβαιότητα πως είτε με τείχος είτε χωρίς, ο Μουσταφά δύσκολα θα μπορούσε να περνά αρκετό χρόνο με τη σύζυγο και τα παιδιά του, μιας κι εκείνη εργάζεται σε δύο δουλειές για να τα βγάζουν πέρα, τη στιγμή που αυτός δυσκολεύεται αφάνταστα να βρίσκει έστω το μεροκάματο. Διατηρεί έναν «ντοκιμαντερίστικο» ρεαλισμό η αφήγηση καθώς μπαίνουν οι βάσεις του στόρι (ο Ναϊφέ, άλλωστε, από τον χώρο του documentary έχει ξεκινήσει), με την όλη ρουτίνα (για τους Παλαιστίνιους…) των checkpoint, των στρατιωτών και των ελέγχων, να είναι λίαν κατατοπιστική για τη σημασία της όλης διαδικασίας.
Άπαξ της αναζήτησης (από πλευράς Μουσταφά) παράνομης οδού προς Ισραήλ, μέσω της προσέγγισης ανθρώπων της πιάτσας που ξέρουν τα κατατόπια μεν, δεν πιστεύουν σε τίποτε άλλο πέραν του χρήματος δε, το φιλμ αποκτά τον χαρακτήρα καθαρόαιμου road trip, με κάποια σκόρπια θριλερικά στοιχεία. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, σταδιακά η βενζίνη στο reservoir του αυτοκινήτου των επίδοξων λαθρομεταναστών στερεύει, μιας και το σενάριο του Ναϊφέ φέρνει βόλτες γύρω από τον εαυτό του, αδυνατώντας να εμπλουτίσει την διαδρομή με κάτι που θα έσπαγε τη μονοτονία του ταξιδιού. Σε ό,τι έχει να κάνει με το δεύτερο, το «μυστήριο» με το οποίο ντύνει την αυτοκινητική πορεία ο Παλαιστίνιος auteur προσωποποιείται στην αμφιβόλων προθέσεων Γερμανίδα φωτογράφο, η οποία ακολουθεί ως συνεπιβάτης τους επίδοξους «παράνομους», προκειμένου να βγάλει reportage από πρώτο χέρι. Αν και στέκει ως ελάχιστα πειστική τούτη η υποπλοκή, ο Ναϊφέ καταφέρνει να τη σερβίρει μ’ έναν τρόπο που δεν ενοχλεί, καταφεύγοντας ακόμη και σε αγωνιώδη «κόλπα»… αμερικάνικου τύπου, όπως στη σκηνή του ελέγχου από την ισραηλινή συνοριοφύλακα, η οποία με το ξαφνικό της ενδιαφέρον για τις φωτογραφικές μηχανές κάνει τον Μουσταφά και την παρέα του να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει. Οι σκόρπιες εδώ κι εκεί «εκπλήξεις» του σεναρίου δεν ρίχνουν το αμάξι σε λακκούβα, δεν το οδηγούν όμως κι εκτός μιας (από το ξεκίνημα) προδιαγεγραμμένης πορείας.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Συμπαθές δείγμα world cinema, η θεματολογία του οποίου παραδοσιακά αφορά το adult ελληνικό κοινό. Αφήνει την αίσθηση πως κάτι του λείπει (σε ό,τι αφορά ειδικά το πολιτικό πλαίσιο της όλης κατάστασης κι έχοντας στο μυαλό το προ ετών σαφώς πιο ενδιαφέρον «Omar»), οι φίλοι του είδους, όμως, θα… διανύσουν τούτα τα «200 Μέτρα» χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr