Η Γκαμχί είναι μια νέα γυναίκα η οποία ζει στη Σεούλ. Παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα μακριά από τον άντρα της. Γιατί, όπως κι εκείνος υποστηρίζει, δυο άνθρωποι που αγαπιούνται πρέπει να είναι διαρκώς μαζί. Και η Γκαμχί συμφωνεί μ’ αυτό. Σήμερα όμως είναι μόνη καθώς ο άντρας της λείπει για επαγγελματικό ταξίδι. Κι εκείνη βρίσκει την ευκαιρία να συναντηθεί με τρεις παλιές, αγαπημένες της φίλες που είχε χρόνια να τις δει. Η μία είναι χωρισμένη και φαίνεται πως βρίσκει τις ισορροπίες της, η δεύτερη ζει μόνη κι ελεύθερη, η τρίτη είναι παντρεμένη και όχι ιδιαίτερα ευτυχισμένη στο γάμο της.
Τρεις γυναίκες, τρεις συναντήσεις, τρεις άλληλοεξομολογήσεις. Αυτήν είναι η κεντρική ιδέα του σεναρίου στην ταινία του Χονγκ Σανγκ Σου, «Η γυναίκα που έφυγε» (Domangchin yeoja – The woman who ran).
Η ταινία του νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη, κέρδισε την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Δίκαιη βράβευση καθώς επιτυγχάνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών με μια ταινία στην οποία δε συμβαίνει σχεδόν τίποτα! Είναι όμως έτσι; Εδώ υπεισέρχεται η μαεστρία του ανθρώπου ο οποίος διευθύνει πίσω από την κάμερα και ο οποίος μπορεί να προσδώσει αυτό ακριβώς που χρειάζεται ένα σενάριο για να γίνει ταινία.
Μια ταινία, λοιπόν, στην οποία δε συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Κι όμως πίσω από αυτήν την απουσία οποιασδήποτε δράσης συμβαίνουν πολλά, πάρα πολλά. Καθώς οι τέσσερις γυναίκες συζητούν, ανοίγονται μια σειρά από θέματα τα οποία αναφέρονται στις ζωές τους, τους γάμους τους, τις σχέσεις τους. Και μέσα από αυτές τις συζητήσεις αναδύονται διάφορα ζητήματα, οι προσωπικότητές τους καθώς και όσα τόλμησαν ή δεν τόλμησαν να κάνουν.
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να “ξεκλειδώσει” τις ηρωίδες του, να τις απελευθερώσει, να τις κάνει να αποκαλυφθούν. Κι εκείνες αφήνονται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, αποκαλύψεων, εξομολογήσεων αλλά και αποκρύψεων, οι οποίες όμως αποκρύψεις, καμιά φορά είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές!
Η Γκαμχί για παράδειγμα, επαναλαμβάνει κάθε φορά και με τα ίδια ακριβώς λόγια, το πόσο ευτυχισμένη είναι στο γάμο της. Και ό,τι για πρώτη φορά περνά μια μέρα χωρίς τον άντρα της, καθώς εκείνος υποστηρίζει πως άνθρωποι που αγαπιούνται είναι συνέχεια μαζί. Μεταφέρει, δηλαδή, τα λόγια του συζύγου της, αυτό που εκείνος πιστεύει και έχει κάνει και την ίδια να το πιστέψει. Φαίνεται πως η γυναίκα αυτή έχει παραδώσει την προσωπικότητα, τις επιθυμίες και τις σκέψεις της, στις βουλήσεις του άντρα της. Και η επίσκεψη στις φίλες της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δική της ανάγκη να μιλήσει και, ίσως, να αυτοεπιβεβαιωθεί. Η Γκαμχί, λοιπόν, είναι «Η γυναίκα που έφυγε» του τίτλου. Εκείνη η οποία αποζητά μια ζωή που δεν έχει πια, επισκεπτόμενη τις παλιές της φίλες. Μόνον που ούτε εκείνες είναι όπως ήταν. Η ζωή τους έχει αλλάξει και, δυστυχώς, όπως γνωρίζουμε, τίποτα δε γυρίζει πίσω.
Στην ταινία υπάρχει ελάχιστη φυσική ανδρική παρουσία. Κι όμως η ύπαρξη του άλλου φύλου είναι καταλυτική καθώς έρχεται να επιβεβαιώσει την επιβολή του. Ο άνδρας της Γκαμχί δεν εμφανίζεται καθόλου αλλά είναι παρών διαρκώς, τον κουβαλά μαζί της και μεταφέρει τη σκέψη και την παρουσία του από την αρχή ως το τέλος της ταινίας. Αλλά και ο άνδρας της χωρισμένης φίλης, έχει αφήσει τα σημάδια του στη ζωή της, ο νεαρός εραστής της δεύτερης φίλης, ο οποίος χτυπά την πόρτα και της κάνει σκηνή, αλλά και ο άνδρας της τελευταίας φίλης και πρώην εραστής της Γκαμχί, ο οποίος είναι ένας τύπος εγωκεντρικός και εγωιστής.
Με μια σκηνοθεσία υπαινικτική, με πλάνα ανοιχτά που κρατούν μέσα τους και τις δύο συνομιλήτριες, με διακριτικότητα και τακτ, ο Χονγκ Σανγκ Σου σκηνοθετεί ένα μικρό, λαμπερό διαμαντάκι. Με γυναικεία οπτική των πραγμάτων, ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει πτυχές της ανδροκρατίας στην κοινωνία της Νότιας Κορέας.
Και στο φινάλε, βλέπουμε τη Γκαμχί μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα να βυθίζει το βλέμμα της στην ανοιχτή θάλασσα που φαίνεται στην οθόνη. Ως πρόκληση και ως ελπίδα διαφυγής. Και θέλω να πιστεύω, ερμηνεύοντας με το δικό μου τρόπο το φινάλε, πως η γυναίκα τελικά έφυγε από μια ζωή που δεν ήταν αντάξιά της για κάτι καλύτερο!
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com