Η ταινία ορόσημο στην καριέρα του Τζον Κασσαβέτη, πατέρα του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, και ταινία που χάρισε στο φεστιβάλ μας τον τίτλο του, κυκλοφορεί σε επανέκδοση. Με την ευκαιρία δημοσιεύουμε ένα κείμενο του αγαπητού, αείμνηστου συναδέλφου Μπάμπη Ακτσόγλου.
ατέρας του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, φωτεινό παράδειγμα δημιουργού που έμεινε πιστός στα καλλιτεχνικά του ιδεώδη χωρίς να κάνει κανένα συμβιβασμό, ο Κασσαβέτης ήταν πάντα δικός μας άνθρωπος. Οχι μόνο εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής του, αλλά κυρίως γιατί πάλεψε για ένα σινεμά πάντα πιο μπροστά από την εποχή του, που ωστόσο μιλά κατευθείαν στην καρδιά και το συναίσθημα του θεατή. Ενα σινεμά που το διαπερνούν κύματα αγάπης.
Κάθε ταινία του Κασσαβέτη αφηγείται την ατέρμονη περιπλάνηση ενός ατόμου, ενός ζεύγους, μιας παλιοπαρέας, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου ο κεντρικός ήρωας (όταν υπάρχει) βρίσκεται σε ένα είδος υπαρξιακής κατάστασης.
Η «Νύχτα Πρεμιέρας» (1977) είναι ίσως η πιο συγκλονιστική ταινία που έγινε ποτέ πάνω στην αγωνία του ηθοποιού, στη σχιζοφρενική ταύτιση του με τους ρόλους, αλλά και στο μεγαλείο που χαρακτηρίζει τη στιγμή της ερμηνείας, όταν ο ηθοποιός καταφέρνει να αγγίξει το κοινό του. Σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, πλήθος θαυμαστών συνωστίζονται γύρω από την Μιρτλ (Τζίνα Ρόουλαντς), σταρ του θεάτρου, ζητώντας αυτόγραφα. Μία νεαρή θαυμάστρια σκοτώνεται από διερχόμενο αυτοκίνητο μπροστά στα μάτια του ειδώλου της. Το γεγονός αυτό αναστατώνει την Μιρτλ. Εαν ο φαν αφιερώνει όλο του το είναι στη λατρεία του ειδώλου του, εκείνο από την πλευρά του τι δίνει ως ανταπόδοση; Μα τη φενάκη του θεάματος! Με τίμημα τη θυσία της όποιας προσωπικής ζωής.
Η Μιρτλ συνειδητοποιεί ότι αρχίζει να γερνά, χωρίς ουσιαστικά να γνωρίσει η ίδια ποια είναι: οι διάφοροι ρόλοι που έχει παίξει κατά καιρούς απομύζησαν την ταυτότητά της. Πρέπει, λοιπόν, να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της, μέσα από μια βασανιστική πορεία μύησης, όπου η κατάκτηση της ταυτότητας συνοδεύεται από την κατάκτηση της ελευθερίας. Η Μιρτλ αρνείται να τη δυναστεύει ο λόγος του θεατρικού κειμένου, αρνείται τη συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας που παίζει στο θέατρο και σε κάθε παράσταση αυτοσχεδιάζει, προκαλώντας την οργή της συγγραφέως, τον πανικό του παραγωγού και την αμηχανία του σκηνοθέτη.
Ομως στο τέλος θριαμβεύει. Γιατί ο Κασσαβέτης πιστεύει απόλυτα στο λειτούργημα του ηθοποιού, του καλλιτέχνη, του παθιασμένου ατόμου που βλέπει την τέχνη ως υποκατάστατο της ζωής. Αυτή είναι η μοίρα του και αν την αποδεχθεί, έστω και με την βοήθεια μπόλικων ποτηριών ουίσκι, θα μεγαλουργήσει.
Η «Νύχτα Πρεμιέρας», με την κάμερα στο χέρι να κινηματογραφεί σε γκρο-πλαν τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν και τα πάθη να στροβιλίζονται σε μια αληθινή δίνη συναισθημάτων και συγκινησιακών συγκρούσεων, είναι η πιο ολοκληρωμένη σκηνοθετικά δουλειά του Κασσαβέτη.
Μπάμπης Ακτσόγλου†
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinemagazine.gr