Πες μου μια λέξη, αυτή τη μόνη λέξη, σε λίγο πια θα φέξει, θα ‘ρθει η χλωμή αυγή. Κοντεύει έξι, ας πούμε αυτή τη λέξη, που ‘χει στα χείλη μπλέξει και δεν τολμά να βγει…
Στις δύο γεμάτες ώρες τούτου του γαλλικού αισθηματικού δράματος, όλοι μοιάζουν έτοιμοι να πουν αυτή τη μόνη λέξη, ουδείς όμως τολμά να την ξεστομίσει. Όταν ένας εκ του πολυπληθούς ensemble cast καταφέρνει σε μια στιγμή αναλαμπής να εκφράσει με σαφήνεια τα αισθήματά του, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως μάλλον έκανε λάθος! Διότι τα προβλήματα της καρδιάς είναι πολυσύνθετα και ως εκ τούτου χρήζουν συζήτησης. Πολλής συζήτησης. Σε συνδυασμό, δε, με τη συνεχή αναπόληση και την επανεκτίμηση γεγονότων που ανήκουν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αλλά που ενδεχομένως κάτι άλλο έκρυβαν πέραν του προφανούς, τα ερωτικά μπερδέματα μοιάζουν να είναι αδύνατον να ξεμπλέξουν. Εν ολίγοις, αυτά που λέμε δεν είναι απαραιτήτως αυτά που κάνουμε. Οπότε, όσο και να το αναλύεις το θέμα, πως να βρεθεί η στιγμή να πεις αυτή τη λέξη, που στα χείλη έχει μπλέξει και δεν τολμά να βγει;
Ολόκληρη η ταινία του Εμανουέλ Μουρέ είναι ένα ατελείωτο ερωτικό γαϊτανάκι που ξετυλίγεται μέσω συνεχών flashback, αφετηρία των οποίων είναι η αναγκαστική διήμερη συμβίωση εκκολαπτόμενου συγγραφέα με την εγκυμονούσα σύζυγο εξαδέλφου του στη γαλλική επαρχία, από τη στιγμή που ο τελευταίος έπρεπε να μεταβεί εκτάκτως στο Παρίσι λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Οι άγνωστοι μέχρι προ της πρώτης τους συνάντησης στο σταθμό του τρένου συγγενείς, μιας και δεν έχουν (κατά τα φαινόμενα) πολλά να πουν, πιάνουν τα αισθηματικά τους ενθυμούμενοι τυχόν λάθη του παρελθόντος, αναζητώντας ίσως τρόπο να τα διορθώσουν ή έστω ν’ αντιληφθούν τι πήγε στραβά, ώστε να μην τα επαναλάβουν. Ζευγάρια ερωτεύονται και χωρίζουν, φίλοι τα φτιάχνουν με τις πρώην φίλων αλλά το κρατούν μυστικό, ανομολόγητοι έρωτες που οδηγούν σε προσποιήσεις και υπεκφυγές, παράνομοι δεσμοί με προδιαγεγραμμένο τέλος, δειλία, απογοήτευση και αισθηματικό αδιέξοδο. Είναι λες και ο Μουρέ ανακάλυψε κάποιο χαμένο draft της… Τζέιν Όστιν, επιθυμώντας να γυρίσει μια σύγχρονη ταινία ωσάν φόρο τιμής στον αγγλικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, αδιαφορώντας όμως για το γεγονός πως όσα αφηγείται στερούνται σύνδεσης με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ως αποτέλεσμα τούτου, το φιλμ ξεκινά με έντονες επιρροές από το σινεμά του Γούντι Άλεν και του Ερίκ Ρομέρ, για να καταλήξει να θυμίζει φάρσα, αφού η αλληλουχία των απίθανων συμπτώσεων δεν αφήνει και πολλές περί του αντιθέτου σκέψεις, με τη διαφορά πως οι ηθοποιοί δεν καταφεύγουν σε slapstick τεχνικές, παρά εμφανίζονται εντελώς σοβαροί στους ρόλους τους.
Ο Μουρέ αντλεί σεναριακή έμπνευση από τη θεωρία του μιμητισμού (όπως αυτή εκφράστηκε από τον Γάλλο φιλόσοφο Ρενέ Ζιράρ), την οποία χρησιμοποιεί περίπου αυτούσια για να σημάνει την έναρξη των… μπερδεμάτων. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι επιθυμούν συχνά το ίδιο πράγμα, όχι μόνο επειδή αυτό είναι σπάνιο ή δυσεύρετο, αλλά επειδή εκλαμβάνουν ως μοντέλο την επιθυμία του πλησίον τους. Η αγάπη, εν προκειμένω, είναι φτιαγμένη για δύο, αλλά πολύ συχνά πορεύεται με… τρεις σε δρόμους μυστικούς κι ενίοτε τελματώδεις. Οι (πολλοί) χαρακτήρες που παρουσιάζει ο Γάλλος auteur τέτοιες οδούς διαβαίνουν, μοιάζοντας όμως ανήμποροι να εξελιχθούν ως οντότητες, αφού το στόρι (εξαιτίας και των ατελείωτων flashback) φέρνει διαρκώς βόλτες γύρω από τον εαυτό του. Οι πολλές ερωτικές απογοητεύσεις και τα λίγα ξεσπάσματα χαράς, είναι φορές που παρουσιάζονται από διπλή οπτική, μιας και σχεδόν ποτέ οι πράξεις δε συμβαδίζουν με τα λόγια, κάνοντας απαραίτητη την επεξήγηση κάποιων συμπεριφορών. Στην περίπτωση του διαζευγμένου Φρανσουά και της απατημ,ένης συζύγου του Λουίζ (η Εμίλ Ντεκέν ξεχωρίζει με διαφορά από το σύνολο του καστ), ο Μουρέ καταφέρνει κάπως να σώσει (με τρόπο όχι δα και τόσο πιστευτό) την «περίεργη» πορεία της σχέσης τους. Από την άλλη, όμως, ό,τι αφορά την Νταφνέ και τον Μαξίμ, που ως κεντρικοί ήρωες αλλά και αφηγητές χαράζουν τη σεναριακή πορεία, είναι ηλίου φαεινότερο το που θα οδηγήσουν οι αλλεπάλληλες εξομολογήσεις τους, αλλά και το τον τρόπο που τα αισθηματικά τους πεπραγμένα θα μπλέξουν αναμεταξύ τους. Καταλήγει έτσι η ταινία του Μουρέ να φλερτάρει (έντονα) αρχικά με την αδιαφορία και εν συνεχεία με την πλήξη, καθώς τα εκατόν είκοσι λεπτά της είναι υπερβολικά πολλά, πόσω μάλλον όταν στερούνται οποιασδήποτε σπίθας ικανής ν’ ανάψει κάπως το αισθηματικό πάθος. Κι ας ήταν η σπίθα αυτή του τύπου ό,τι να ‘ναι, όπως συνέβαινε στο (εν μέρει) παραπλήσιας λογικής «Τα Χρυσά μας Χρόνια» (2015). Αντ’ αυτού, εδώ έχουμε φουλ του Σοπέν, του Χάιντν και του Σατί, μαζί με μακρινούς περιπάτους στην όμορφη επαρχία του γαλλικού Νότου. Αυτά ξέρουμε κι αυτά κάνουμε, δηλαδή.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr