Ο απερίσκεπτος Σερ Γκαγουέιν, ανιψιός του βασιλιά Αρθούρου, μονομαχεί με τον διαβόητο Πράσινο Ιππότη και τον αποκεφαλίζει. Ο δεύτερος θα εγκαταλείψει… με το κεφάλι του ανά χείρας, αφού τον έχει «καταραστεί» σε μία δοκιμασία που θα λάβει χώρα ακριβώς έναν χρόνο αργότερα και, ίσως, του κοστίσει το δικό του κεφάλι. Στ’ αλήθεια.
Ο Ντέιβιντ Λόουερι αποτελεί περίπτωση σκηνοθέτη που δεν κατανοώ. Και το ελληνικό κοινό, όμως, δεν είναι εύκολο να «ταυτοποιήσει» το ύφος ή τις προθέσεις του, κρίνοντας μονάχα από τα πιο πρόσφατα «Μείνε Δίπλα μου» (2013), «Ο Πιτ και ο Δράκος του» (2016) και «Ο κύριος & το Όπλο» (2018), τα οποία έχουν διανεμηθεί εδώ, κάτι που… ευτυχώς δε συνέβη και με το «A Ghost Story» (2017), μία από τις πιο φρικτές φιλμικές εμπειρίες που είχα εδώ και χρόνια!
Ένας κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε με το πρώτο trailer του «Πράσινου Ιππότη», αν και από ένστικτο αισθανόμουν πως δεν θα προκύψει ήττα. Ήταν σωστό αυτό το ένστικτο. Και έχει τρομερό ενδιαφέρον να δει κανείς πως ένας σκηνοθέτης που ομολογεί ότι για τούτη τη δουλειά χρησιμοποίησε ως «οδηγούς» από τη «Ζαν ντ’ Αρκ» (1928) του Ντράγερ και τον «Δράκουλα» (1992) του Κόπολα μέχρι τα πιο παραμυθένια και… οικογενειακά «Το Μυστηριώδες Κρύσταλλο» (1982) και «Γουίλοου: Η Οργή των Θρύλων» (1988), κατέληξε να δημιουργήσει μία σχεδόν πρωτοφανή αποσύνθεση όχι μονάχα του genre με το οποίο καταπιάστηκε (η επική φαντασία), αλλά και της ίδιας της κινηματογραφικής αφήγησης, συνολικά. Το αποτέλεσμα είναι μαγικό, ταξιδιάρικο και… αφιλόξενο, μαζί.
Η ελλειπτική φόρμα του Λόουερι δεν κρύβεται, εξαρχής. Με βάση ένα μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αιώνα (με το οποίο στο παρελθόν είχε ασχοληθεί μεταφραστικά έως και ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν), ο σκηνοθέτης κινείται δίχως ειρμό επάνω στην οδό που στρώνει η αισθητική των κάδρων του, επιχειρώντας μία όσο το δυνατόν πιο δική του πρόταση αντι-επικού σινεμά. Με έναν περίεργο τρόπο, το μη συμβατικό της ματιάς του Λόουερι δεν καταφέρνει (ποτέ) να γίνει ενοχλητικό, μα παραμένει σχεδόν «ξένο» για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, μετατρέποντας κάτι παραδοσιακά ιπποτικό σαν θέαμα σε ένα είδος «mental state», ανοιχτό σε αρκετά (και διαφορετικά) επίπεδα προσέγγισης και ανάλυσης από τον θεατή. (Ενώ έγραφα αυτές τις αράδες, μια «φλασιά» του γιγάντιου φιάσκου με τίτλο «Το Παραμύθι των Παραμυθιών», το οποίο είχε σκηνοθετήσει ο Ματέο Γκαρόνε το 2015, διένυσε τη σκέψη μου σαν υπόδειγμα κακού παραδείγματος σύγκρισης, δίπλα στο «πείραμα» που κάνει εδώ ο Λόουερι.) Έτσι, ο κάθε θεατής μπορεί να αντιληφθεί υπό ένα προσωπικό (και υποκειμενικό, προφανώς) πρίσμα τούτη τη μυθική ιστορία ενός από τους ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, σαν ένα ηθικό δίδαγμα για μια εποχή όπου μήτε ο ιπποτισμός, μήτε και η ηθική βρίσκουν τη θέση που τους αρμόζει στον πολιτισμό μας.
Όταν ο Σερ Γκαγουέιν ξεκινήσει την αποστολή του, σαν ένας άλλος Οδυσσέας, θα βρεθεί αντιμέτωπος με δοκιμασίες που αντανακλούν σε μηνύματα διαχρονικά, ώσπου ν’ αποδείξει την αξία της τιμής (του) και την αφοσίωσή του ενός σ’ έναν ιδανικό σκοπό. Ο σεβασμός προς τη Φύση, η σύγκρουση ανάμεσα στον παγανισμό και τον χριστιανισμό, οι πειρασμοί που «μεταμορφώνουν» τον άνθρωπο και η κατάκτηση του νοήματος της αυτογνωσίας (που πρέπει να κερδίζεται με πάλη), σε συντροφεύουν σε ολόκληρο το ταξίδι του «Πράσινου Ιππότη». Όσο παράξενο ή «αλληγορικό» κι αν σου φανεί στη σκέψη, το βλέμμα σου αποκλείεται να μην γοητευτεί, να μην παρασυρθεί.
«I fear I am not meant for greatness», εξομολογείται ενοχικά ο ήρωας της ταινίας. Ούτε και ο Λόουερι ήταν προορισμένος για κάτι τέτοιο, ίσως. Κι όμως, πέρα από την εκκεντρικότητα τούτης της δουλειάς, βρήκαμε την κορύφωση ενός ταλέντου που για πρώτη φορά στην καριέρα του παραδίδει ένα κινηματογραφικό «trip» (#diplhs), το οποίο στο μέλλον σίγουρα θα μας καλεί να το επισκεφτούμε ξανά και ξανά, για ν’ ανακαλύψουμε το πλήρες όραμα του δημιουργού του. Και να ξαφνιαστούμε ακόμη περισσότερο. Γιατί όχι; Αυτό πρέπει να επιτυγχάνει η κινηματογραφική Τέχνη.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr