Η ταινία του Λεός Καράξ συνδυάζει το μιούζικαλ (οι διάλογοι της μισής τουλάχιστον είναι σε τραγούδι) με το (μελό)δράμα, με τον σκηνοθέτη του «Holy Motors» να συνδυάζει το παράλογο και το φαντεζίστικο στοιχείο με την πολύ ωραία, εκκωφαντική μουσική των αδερφών Ρον και Ράσελ Μαέλ (βραβείο σάουντρακ στο φεστιβάλ των Κανών) του γνωστού συγκροτήματος Σπαρκς, για να αφηγηθεί την ιστορία του παράξενου ζευγαριού των πρωταγωνιστών του: ενός stand-up comedian (Άνταμ Ντράιβερ) και της τραγουδίστριας όπερας γυναίκας του (Μαριόν Κοτιγιάρ). Μια σχέση έρωτα αλλά και ζήλειας, όπου το παιχνίδι εξουσίας, από την πλευρά του συζύγου, που παρά το γέλιο που πετυχαίνει με το προκλητικό, συχνά εξοργιστικό για το κοινό του χιούμορ, μαζί και αντί-χιούμορ, του (όπως στη σκηνή όπου υποκρίνεται πως σκότωσε τη γυναίκα του), εξακολουθεί να ζηλεύει τη σοπράνο γυναίκα του, η οποία ;καταφέρνει με τα θλιμμένα τραγούδια της, που πάντα οδηγούν σε θάνατο, να κερδίσει την αγάπη και το θαυμασμό των δικών της θεατών.
Ύστερα από ένα πρωτότυπο, ωραίο ξεκίνημα, με τους πρωταγωνιστές και τμήμα του συνεργείου να ξεκινούν τραγουδώντας το «Ας αρχίσουμε λοιπόν», ο Καράξ δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο μελόδραμα των ταινιών του Βωβού κινηματογράφου (μαζί και των πρώτων χρόνων του Ηχητικού) και τον μετά-μοντέρνο, weird και φανταστικό κινηματογράφο που εισήγαγε με την προηγούμενη ταινία του, «Holy Motors». Ταινία που, στη προβολή της στο πρόσφατο φεστιβάλ των Κανών, δίχασε ήδη τους κριτικούς, με εκείνους που θαυμάζουν το έργο του Καράξ (ειδικά τους φανατικούς για το έργο του κριτικούς του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema) κι εκείνους που το θεώρησαν από χαλαρό και άνισο μέχρι και απαράδεκτο.
Προσωπικά πιστεύω πως ο Καραξ πέτυχε κάτι ενδιάμεσα. Όπως την εξαιρετική ερμηνεία του Άνταμ Ντράιβερ (το μεγάλο για μένα ατού της ταινίας) στο ρόλο του «Γορίλα του Θεού», Χένρικ ΜακΧένρι, ερμηνεία κάτι ανάμεσα σε εκείνη του Χοακίν Φίνιξ στο Joker και του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο «Βασιλιά της κωμωδίας», καθώς και τον τρόπο με τον οποίο στήνει μερικές από τις σκηνές του (τα κωμικά σποτς κι ένα πέρασμα από τη θεατρική σκηνή σε ένα πραγματικό δάσος ενώ τραγουδάει η Κοτιγιάρ). Αντίθετα υπάρχουν ορισμένες σκηνές του ζευγαριού που δεν πείθουν, ιδιαίτερα η νυχτερινή σκηνή στο σκάφος με τη θύελλα, ή οι σκηνές με την Ανέτ, τη δίχρονη «ταλαντούχα» κόρη τους, που τραγουδάει όπερα με τη φωνή της μητέρας, με τον Καράξ να χρησιμοποιεί μαριονέτα (έστω και καλά στημένη) για το ρόλο του χαρισματικού παιδιού.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr