Το 1966 σε δύο διαφορετικές πόλεις(Παρίσι και Βαρσοβία) γεννήθηκαν δύο πανομοιότητα μικρά κορίτσια. Δεν έχουν τίποτα κοινό, ούτε πατέρα ούτε μητέρα, ούτε παππούδες και γιαγιάδες, και οι οικογένειές τους δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Ωστόσο, είναι πανομοιότυπα : έχουν ίδια ψυχικά χαρίσματα ,εξίσου υπέροχη φωνή, απόλυτη μουσική αίσθηση και την ίδια μη ανιχνεύσιμη καρδιακή δυσπλασία . Ανάμεσα στις δύο κοπέλες, που η μία αγνοεί την ύπαρξη της άλλης, υπάρχει μία «μυστική» επαφή με προαισθήματα, κοινά προβλήματα υγείας, κοινά συναισθήματα, συμπτώσεις. Tο ένα κορίτσι επωφελείται από τις εμπειρίες και τη σοφία που αποκτά το άλλο, χωρίς να το γνωρίζει. Κάθε φορά που το ένα τραυματίζεται από κάποιο αντικείμενο, το άλλο αποφεύγει την επαφή με το ίδιο αντικείμενο.
Είναι μια ιστορία αγάπης, απλή και συγκινητική. Η ιστορία μιας ζωής που συνεχίζεται, αφήνοντας τη ψυχή μιας ύπαρξης να διαιωνίζεται στο σώμα μιας άλλης…
Μόλις ολοκλήρωσε τον φιλόδοξο «Δεκάλογο» του, ένα μνημείο του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1980, ο Kieslowski σκηνοθέτησε τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα», στα μισά της καλλιτεχνικής διαδρομής του μεταξύ Πολωνίας και Γαλλίας, δημιουργώντας ένα από τα πιο εκθαμβωτικά επιτεύγματα της 7ης τέχνης.
Το αιθέριο σενάριο των Kieslowski -Piesiewicz , η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Slawomir Idziak, η ελεγειακή μουσική του Zbigniew Preisner και η αισθαντική παρουσία της Irene Jacob συνθέτουν ένα μαγευτικό αποτέλεσμα που είναι απόλυτα βέβαιο ότι χαράζεται μόνιμα στη μνήμη κάθε θεατή.
Εκεί που υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις είναι στην ερμηνεία και τη συνολική κατανόηση του θεματικού πυρήνα της ταινίας.
Στην πραγματικότητα ο Kieslowski συλλαμβάνει μια απλή ιδέα : ότι ο καθένας από εμάς έχει μια αδελφή ψυχή κάπου στον κόσμο .Πάνω σε αυτό τον καμβά σχηματοποιεί ένα στοιχειωτικό, λυρικό παραμύθι .
Το απόκοσμο ύφος του φιλμ δημιουργεί στον θεατή την αίσθηση ότι βιώνει ένα όνειρο, ή, τουλάχιστον, ότι βλέπει την πραγματικότητα μέσω ενός παραμορφωτικού πρίσματος. Ο Kieslowski δεν επιδιώκει να αφηγηθεί μια ιστορία αλλά να προσφέρει μια εμπειρία που ξεφεύγει από τα ορθολογιστικά όρια και εισβάλει σε μεταφυσικά πεδία .Κάπου ανάμεσα σε ιστορίες φαντασμάτων και κλασικού ρομαντισμού, η ταινία καθηλώνει τις αισθήσεις χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να γίνει επεξηγηματική. Ο θεατής πρέπει να απαλλαγεί από την επιθυμία να αναλύσει και να ερμηνεύσει τα πάντα. Είναι προτιμότερο να εμβαπτιστεί στον φωσφορίζοντα ωκεανό των κεχριμπαρένιων εικόνων , όπου τον πρώτο λόγο δεν έχει η αιτιοκρατία αλλά η Πίστη.
Ο Kieslowski είχε πάντα τη μοναδική ικανότητα να συνδυάζει το ρεαλιστικό ,το υπερβατικό και το πνευματικό και να δραματοποιεί τις ιδέες του ,κινηματογραφώντας το ανείπωτο. Το σύνολο του έργου του διατρέχεται από την εντατική αντίθεση ανάμεσα στη διαίσθηση και τη λογική , τη μοίρα και τη τύχη . Η «Βερόνικα» είναι η πιο ευαίσθητη, αφηρημένη και ποιητική ταινία του. Είναι μια ταινία για τα συναισθήματα – αυτά που είναι ανεξήγητα αλλά τόσο βαθιά και αναπόσπαστα με την ύπαρξη μας που μπορούν να φαντάζουν πιο αληθινά από τα γεγονότα και την υλική πραγματικότητα . Το αν ο Kieslowski προσφέρει ή όχι ένα βαθύτερο νόημα εξαρτάται περισσότερο από τις εσωτερικές προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις της κοσμοθεωρίας του κάθε θεατή παρά από το οποιοδήποτε ρητό περιεχόμενο από την πλευρά του δημιουργού .
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr