Ολιγομίλητος και ντροπαλός Ότις Φίγκοβιτς, μάγειρας στο Όρεγκον του 1850, έχει αναλάβει την απαιτητική αποστολή να εξασφαλίζει καθημερινή τροφή για μια ομάδα σκληροτράχηλων κυνηγών γούνας. Μια μέρα, θα περιθάλψει κρυφά από τους υπόλοιπους έναν κυνηγημένο Κινέζο, προσφέροντάς του τροφή και ζεστά ρούχα. Ύστερα από πολύ καιρό, οι δρόμοι των δύο αντρών θα ξανασυναντηθούν, και ο Κινέζος θα ανταποδώσει τη χάρη που του έκανε ο «Μαγειράκος» βοηθώντας τον να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, που είναι να φτιάχνει μπισκότα γάλακτος. Για να τα καταφέρουν, όμως, θα πρέπει να κλέψουν γάλα από τη μοναδική αγελάδα της περιοχής, που ανήκει στον Βρετανό αρχιεπιστάτη του φρουρίου Τίλικαμ.
Η ιστορία της Αμερικής του 19ου αιώνα μέσα από τη συναρπαστική ματιά της Κέλι Ράιχαρντ («Old Joy», «Γουέντι και Λούσι»). Το φιλμ θυμίζει έντονα τον ποιητικό ρεαλισμό της Λουκρέσια Μαρτέλ στο «Ζαμά», με έναν μυσταγωγικό αργό ρυθμό και μια τραχιά απόδοση της καθημερινότητας που έχει ως βασικές αρχές της τη δύναμη του ισχυρού και τον αγώνα για επιβίωση, με τη σκηνοθέτρια να κάνει παραλληλισμούς με το σήμερα. Είναι καταπληκτική η δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο σκηνικής απόδοσης: στο ειδυλλιακό τοπίο, η «παρθένα» βορειοδυτικής Αμερική μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε δυσοίωνο πεδίο πολιτισμού, όπου κυριαρχούν η βαναυσότητα και ο θάνατος, με τις εικόνες των αποίκων να θυμίζουν τους άστεγους του σήμερα. Το σενάριο αποτελεί διασκευή του μυθιστορήματος του Τζόναθαν Ρέιμοντ «The Half-Life» και έχει ως πρωταγωνιστή έναν απλό ανθρωπάκο που δεν έχει καμιά σχέση με την εποχή του, και κυρίως με τη βία που ορθώνεται σε καθημερινή βάση δίπλα του.
Ο «Μαγειράκος» παλεύει να τη βγάλει καθαρή με μόνα όπλα του το μυαλό και την καπατσοσύνη του. Γύρω του ξετυλίγεται, σαν σε υπνωτιστική τελετουργία, η ιστορία των ανθρώπων που δεν έχτισαν ακριβώς την Αμερική, αλλά άρπαξαν με όποιον τρόπο μπορούσαν τα «πλούτη μιας χώρας που, παρότι την έχουν εξερευνήσει ολόκληρη, παραμένει ακόμη νέα και ανθηρή». Ο «Cookie» παρατηρεί, με το ευαίσθητο και φοβισμένο βλέμμα του, τους αδίστακτους πιονιέρους της Δύσης, τις ορδές των απελπισμένων μεταναστών (Ρώσων, Κινέζων κ.ά.) που φτάνουν από όλα τα μήκη και πλάτη της γης, τους νταήδες κυνηγούς που πυροβολούν για ψύλλου πήδημα, τους μπλαζέ Βρετανούς αποικιοκράτες που δεν μπορούν να φανταστούν ότι υπάρχουν ανώτερα πλάσματα από εκείνους. Δεν έχει καμιά σχέση με αυτούς, και το μόνο μέλημά του είναι να ξαναβρεί την ομορφιά της ζωής μέσα από τη δημιουργία των αγαπημένων του μπισκότων. Το αν θα τα καταφέρει εξαρτάται από το αν θα μπορέσει να μετατρέψει το πνεύμα του σε βράχο. Σε αυτή την αλληγορική και ταπεινή ιστορία φιλίας χωρούν τα πλέον ισχυρά υπαρξιακά θέματα (το φιλμ ανοίγει με μια φράση του Ουίλιαμ Μπλέικ από τις «Παροιμίες της Κόλασης»), καθώς και μια μεγαλειώδης εξερεύνηση των δυνάμεων που θεμελίωσαν τον καπιταλισμό στην Αμερική.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athensvoice.gr