Εκείνος, μονόχνωτος συγγραφέας που κάποτε δίδασκε σινεμά. Εκείνη, publicist που δουλεύει για την κινηματογραφική βιομηχανία. Ο γάμος τους περνά κρίση. Θα ταξιδέψουν μέχρι το Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν εξαιτίας ενός πελάτη (και πιθανού flirt) της. Κι εκείνος θ’ αναζητήσει μόνος του την ευτυχία. Και τον εαυτό του.
Είχα πολλά χρόνια να ευχαριστηθώ ταινία του Γούντι Άλεν. Και να γελάσω δυνατά με το πνεύμα του. Που αγαπούσα παλιά. Αλλά μετά το «Melinda and Melinda» (2004), πήραμε διαζύγιο… κακήν-κακώς! Τούτη τη φορά, όμως, εντελώς αναπάντεχα, μου θύμισε πράγματα από το παρελθόν του. Ενδοσκοπικά. Όχι απλά από… «ανακυκλωμένα» υλικά προηγούμενων δουλειών του. Και γι’ αυτό σεβάστηκα κομμάτι παραπάνω αυτό που κάνει στο «Φεστιβάλ του Ρίφκιν». Το οποίο δεν ανανεώνει το σινεμά του, αλλά κάπου θυμίζει έναν επίλογο. Όχι τόσο του μεγέθους του. Που, κι αυτό ακόμη, το αμφισβητεί εδώ! Μαγκιά του!
Επιστρέφοντας ξανά στο φιλμικό σύμπαν ενός δικού του «alter ego» σε πρώτο ρόλο, επιλέγει την εντελώς ασουλούπωτη φιγούρα του Γουάλας Σον για να ειρωνευτεί ακόμη περισσότερο τον εαυτό του, δίχως ίχνος στοιχείων «εραστή» (που κάποτε τόνωναν το εγώ του, ειδικά σε ρόλους που υποδύονταν ο ίδιος…), μα με μια οριακή γλυκύτητα στις εκφράσεις, που λες και αναζητά τη συμπαράσταση. Ο Μορτ Ρίφκιν ζορίζεται σ’ αυτές τις υποχρεωτικές «διακοπές», (προ)βλέπει πως ο γάμος του τελειώνει και αναζητά μια φυγή ρομαντική, την οποία φαντασιώνει σαν κάτι το μοιραίο. Μια ντόπια γιατρός θα «δανειστεί» έναν τέτοιο (σύντομο) ρόλο, αλλά το timing της ζωής μάλλον δεν τον προλαβαίνει…
Με μια εσωτερική πικρία που δείχνει να έχει… γαληνέψει, ο Άλεν περιδιαβαίνει (με την κάμερα του Βιτόριο Στοράρο) σε διάφορα locations του Σαν Σεμπαστιάν που στην αρχή προδίδουν διαφημιστικό «πακέτο» (της πόλης και της φεστιβαλικής διοργάνωσης). Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, όμως, τα εφιαλτικά όνειρα του Ρίφκιν έρχονται να οπτικοποιήσουν με εξαιρετικά αστείο τρόπο ένα δεύτερο πεδίο ανάγνωσης του φιλμ, σαν ένα τεράστιο homage στο σινεμά των δημιουργών, μέσω της πιστής αναπαράστασης κλασικών σκηνών από έργα – σταθμούς του παγκόσμιου κινηματογράφου. Από τον «Πολίτη Κέιν» (1941) μέχρι την «Έβδομη Σφραγίδα» (1957), αυτές οι στιγμές (θα) είναι ένα αληθινό πανηγύρι χαράς για τους θεατές με… κινηματογραφική παιδεία, οι οποίοι θα περιμένουν με τρομερή περιέργεια να δουν ποιο θα είναι το επόμενο «κρούσμα»… κανιβαλιστικής διαχείρισης, πάντοτε με πλήρη σεβασμό, όμως. Διότι ο Άλεν δέχεται (ειδικά σήμερα) πως οι δικές του δουλειές ήταν σαφώς κατώτερες εκείνων, πόσω μάλλον υπό το πρίσμα της οπτικής της φιλμικής γλώσσας. Μπορεί και τολμά να κάνει μια σκληρή αυτοκριτική εδώ ο Άλεν, όταν ο χαρακτήρας του Ρίφκιν αναρωτιέται για την καριέρα του, όταν μετανιώνει που δοκίμασε την τύχη του σαν συγγραφέας, ενώ η πραγματικότητα ίσως τον προόριζε να είναι μονάχα ένας καλός αναγνώστης. Είναι πολύ θαρραλέα η προσωπική του τοποθέτηση σε τούτη την ταινία, λοιπόν, και ενώ μοιάζει με μια μορφή «υποπλοκής» που σχολιάζει «φαντασιακά» τα δρώμενα μέσα από σεκάνς χιουμοριστικού κοπιαρίσματος του κλασικού, τελικά αποκτά τη βαρύτητα μιας εξομολογητικής και καθαρτικής κατάθεσης. Ένας φόρος τιμής στο σινεμά που ο ίδιος λάτρεψε και επηρέασε έως και τις κοσμοθεωρίες του.
Συμπτωματικά ή όχι, στο «Melinda and Melinda» ο Γουάλας Σον είχε κι εκεί την τελευταία ατάκα του έργου, για τη ζωή που τελειώνει… «like that», μ’ ένα σκέτο «τσακ» του χεριού του. Εκείνο το υπέροχο φινάλε μου το θύμισε εδώ ο ίδιος ηθοποιός, ο οποίος απευθύνοντας το λόγο προς τον ψυχαναλυτή του (ή κι εμάς, το κοινό του), διερωτάται: «So, do you have anything to say to me, after everything that I’ve told you?». Και είναι αλήθεια. Μας τα έχει πει όλα ο Γούντι Άλεν, πια. Με μια παράξενη προαίσθηση, βγήκα από το σινεμά σαν να παρακολούθησα την τελευταία του ταινία. Αν η ζωή τα φέρει έτσι, το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» θα είναι ένας τίμιος επίλογος.