Έντεκα χρόνια αφού η Σκάρλετ Γιόχανσον εμφανίστηκε ως Black Widow στη μεγάλη οθόνη («Iron Man 2»), η σούπερ κατάσκοπος αποκτά τη δική της αυτόνομη ταινία η οποία έλαχε να κυκλοφορήσει σε μια συνολικά παράξενη συγκυρία. Τόσο γιατί πρόκειται για την πρώτη παραγωγή της Marvel κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όσο και γιατί κάνει πρεμιέρα αφού ο χαρακτήρας έχει πεθάνει στον «Πόλεμο της Αιωνιότητας». Επομένως, η σκηνοθέτιδα Κέιτ Σόρτλαντ («Τα Παιδιά του Πολέμου») κλήθηκε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη ενός origin story για την Black Widow αλλά και ενός πρίκουελ που θα συμβάδιζε με τα γεγονότα του franchise.
Στην πράξη, βέβαια, η ταινία που τοποθετείται χρονικά μετά το «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» δεν είναι αμιγώς τίποτα από τα δύο, αλλά εξελίσσεται σε ένα εισαγωγικό φιλμ που συστήνει στο κοινό τη Γέλενα Μπελόβα (Φλόρενς Πιού). Πρόκειται για την αποξενωμένη αδερφή της υπερηρωίδας, με την οποία συναντιούνται ξανά εξαιτίας της σατανικής δράσης ενός αδίστακτου άντρα από το κοινό παρελθόν τους. Για να τον κατατροπώσουν χρειάζονται τη βοήθεια των γονιών τους (Ρέιτσελ Βάις, Ντέιβιντ Χάρμπορ), σε μια οικογενειακή επανένωση που φέρνει στην επιφάνεια οδυνηρές αλήθειες.
Η «"Τζέισον Μπορν" συναντά τους τηλεοπτικούς "Americans"» λογική που υιοθετεί η Σόρτλαντ λειτουργεί ως προς τη δράση και την ίντριγκα, καθόλου όμως στο εξωφρενικό σενάριο που θυμίζει ακραία θεωρία συνωμοσίας. Η πλοκή, πασπαλισμένη με άκαιρο χιούμορ, άβολες «ρώσικες» προφορές και μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη, αφήνει πλήρως ανεκμετάλλευτη τη δυναμική του cast όπως και της... δευτεραγωνίστριας Γιόχανσον, με μόνη εξαίρεση την πάντα απολαυστική Πιού που στο εξής παίρνει τη σκυτάλη από την Black Widow στον υπερηρωικό μύλο της Marvel...
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr