Καθώς τα συμπτώματα της άνοιας αυξάνονται σταδιακά, ο Άντονι αγωνίζεται ν’ αντιληφθεί σε τι κατάσταση βρίσκεται πραγματικά, εάν πρέπει να εμπιστεύεται τα αγαπημένα του πρόσωπα και τι «παιχνίδια» μπορεί να παίζει το μυαλό του σε ρεαλιστικό πλαίσιο τόπου και χρόνου.
Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση έργου. Φαινομενικά, όχι κάτι το σημαντικό. Σε ομώνυμο θεατρικό βασίζεται (και του φαίνεται… αρχικά), το οποίο έγραψε το 2012 ο Φλοριάν Ζελέρ. Για να γίνει ταινία, το διασκεύασε σεναριακά μαζί με τον φημισμένο και σπουδαίο Κρίστοφερ Χάμπτον, ενώ ο πρώτος κάνει εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως σκηνοθέτης. Ο «Πατέρας» ξάφνιασε πολλούς όταν βρέθηκε υποψήφιος για έξι βραβεία Όσκαρ φέτος, η νίκη του εξαιρετικού Άντονι Χόπκινς για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν απολύτως δίκαιη και σεβαστή, όμως, τολμώ να πω ότι τα μέλη της Ακαδημίας… δεν κατάλαβαν τίποτα από τα πιο ουσιαστικά τμήματα δουλειάς που «κρύβονται» στο φιλμ, πιστώνοντας την επιτυχία του αποτελέσματος στους δύο σεναριογράφους. Μέγα λάθος!
Αυτό που μετέτρεψε τον «Πατέρα» σε μία κινηματογραφική εμπειρία, πέραν της υποκριτικής βαρύτητας του Χόπκινς, εντοπίζεται σε ένα παράξενα αλληλένδετο ταίριασμα των τομέων του μοντάζ και της σκηνογραφίας. Τούτα είναι τα φιλμικά επιτεύγματα του συγκεκριμένου φιλμ. Ο «Πατέρας» λειτουργεί επειδή ο Γιώργος Λαμπρινός έγινε το «δεξί χέρι» του σκηνοθέτη, αν και στην πραγματικότητα σχεδόν του «κλέβει» το credit! Η δουλειά του Λαμπρινού είναι εκείνη που ελίσσεται ουσιαστικά μέσα από τις εικόνες του μυαλού του κεντρικού ήρωα της ταινίας, δίπλα στο καλλιτεχνικό κατόρθωμα των Πίτερ Φράνσις και Κάθι Φέδρστοουν, οι οποίοι ανέλαβαν το πλέον δύσκολο έργο να «συντονίσουν» το χωροταξικό του περιβάλλον, που βρίσκεται σε μία πλήρη αταξία.
Για να καταλάβει ο θεατής λίγο καλύτερα την πλοκή εδώ, πρέπει να περάσει σχεδόν ένα εικοσάλεπτο. Εκεί προκύπτει η πρώτη σοβαρή αμφιβολία γύρω από την κατάσταση του Άντονι, η οποία χτίζεται αφηγηματικά με χαρακτηριστικά… θριλερικά! Είναι μία συνωμοσία εναντίον του από τα συγγενικά του πρόσωπα όλα αυτά που παρακολουθούμε να συμβαίνουν επί της οθόνης; Ή μήπως… δε συμβαίνουν ακριβώς έτσι στην πραγματικότητα; Τον τόνο τον ορίζει το μοντάζ του Λαμπρινού, ξεκάθαρα. Κι όταν στο «παιχνίδι» προστίθενται οι ελάχιστες διαφοροποιήσεις του σκηνικού, ακριβώς στο ίδιο set διαδρόμου και λιγοστών δωματίων ενός διαμερίσματος, τότε αυτό το «αταίριαστο» puzzle σου φανερώνει κομμάτι-κομμάτι τα μυστικά του, μαζί με την παραδοχή ότι τα δρώμενα δεν είναι απαραίτητα αυτό που νομίζαμε ότι βλέπουμε, αλλά αυτό που ο Άντονι θεωρεί ως δεδομένο. Ο Άντονι, όμως, πάσχει από άνοια…
Και εδώ εντοπίζεται το σημείο στο οποίο ο Ζελέρ πρέπει να κινήσει τα νήματα, ως προς τον προσανατολισμό της ταινίας. Καθώς το δραματικό στοιχείο εντείνεται (αναπόφευκτα), σκηνοθέτης και Χάμπτον με τιμιότητα επιλέγουν να μην κυλήσουν προς το melo, διατηρώντας μία σεβαστή σκληρότητα απέναντι στο συναίσθημα, που ο Χόπκινς αντιλαμβάνεται πλήρως και εκτελεί με μαεστρική άνεση, έχοντας από δίπλα τη συμπαράσταση της Ολίβια Κόλμαν, η οποία γίνεται (μοιραία) ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας του έργου, εκείνη που σηκώνει τα μεγαλύτερα βάρη, βιώνοντας το πραγματικό καταστασιακό και ουχί το σύμπαν του μυαλού του πατέρα της, εκείνο που το φιλμ εικονογραφεί σε μορφή «λαβυρίνθου» του… ενός και μοναδικού σκηνικού!
Στην τελική, ο «Πατέρας» είναι (απλά) ένα μικρό θεατρικό έργο, που όμως καταφέρνει να γίνει σινεμά, χάρη στις επί μέρους δουλειές (ή και τη συνεργασία) απίστευτα ταλαντούχων καλλιτεχνών. Όσο για το τι εστί άνοια στ’ αλήθεια, πιστέψτε με, η ζωή… δεν είναι σινεμά.