Η γενικότερη διάθεση για «επιστροφή στις ρίζες» είναι ένα τα θέματα που η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου στη μεγάλου μήκους δημιουργία Τζώρτζη Γρηγοράκη πραγματεύεται. Οχι πάντα σε πρώτο επίπεδο αλλά υπόγεια, όπως και οι ρίζες εξάλλου, ζουν και λειτουργούν «υπόγεια».
Στην πράξη, στο σενάριο, οι ρίζες της ταινίας βρίσκονται σε μια κλασική ιστορία «γεφύρωσης σχέσεων» που προκύπτει ανάμεσα σε δύο εντελώς ανόμοιους άντρες διαφορετικής γενιάς οι οποίοι όμως ενώνονται με τις δικές τους ρίζες, των δεσμών αίματος. Ένας κουρασμένος αλλά επίμονος και αποφασιστικός πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης) που οδεύει προς την δύση και ο γιος του (Αργύρης Πανταζάρας), επίσης πεισματάρης που βρίσκεται στην ανατολή. Η επιστροφή του δεύτερου στα μέρη του πρώτου, πυροδοτεί το στέρεο, άψογα δομημένο σενάριο του «Digger».
Ο Γρηγοράκης ακολουθεί με πάθος τα βήματα του μοναχικού πατέρα που μοιάζει με ταγμένο φρουρό του τελευταίου φυλακίου της ζωής του, κανενός άλλου από την αγία φύση στην οποία βρίσκεται η παράγκα του. Το «Digger» αναφέρεται επίσης στην ακούραστη προσπάθεια ενός ιδιαίτερου, δύσκολου ανθρώπου (είδος προς εξαφάνιση), να προστατέψει από την εξωτερική απειλή την βασανισμενη γη του. Και με φόντο αυτό το κομμάτι ελληνικής γης που σπανίως βλέπουμε στον εγχώριο κινηματογράφο μας, ο σκηνοθέτης αναζητεί το δισυπόστατο της φύσης, όχι μόνο της ανθρώπινης αλλά της φύσης γενικότερα.
Με γνήσιο αυθορμητισμό, χωρίς να αρνείται το χιούμορ και με εργαλεία δύο ηθοποιούς που υπηρετούν με συνέπεια το όραμά του καταφέρνει να «παντρέψει» τον ρεαλισμό με την ποίηση.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr