Dig for fire!
«Γίνομαι άντρας σκάβοντας το λάκκο μου»
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Σπούδασε Κοινωνική Ψυχολογία στην Αγγλία και στη συνέχεια ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου στην Εθνική Σχολή Τηλεόρασης και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Από το 2007 γράφει και σκηνοθετεί μικρού μήκους ταινίες, οι οποίες έχουν συνολικά διαγωνιστεί σε πάνω από 100 διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ κι έχουν αποσπάσει 20 βραβεία. Το Digger είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, όπου και συμμετείχε στο τμήμα Panorama. Εκεί, τσίμπησε το βραβείο CICAE (Confédération Internationale des Cinémas d'Art et d'Essai), ένα καλλιτεχνικό βραβείο, που βοηθάει πολύ στη διανομή κάθε βραβευμένης ταινίας ανά την υφήλιο. Από εκεί και πέρα η ταινία έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Στο φεστιβάλ του Σαράγιεβο η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Βαγγέλη Μουρίκη. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο περασμένο (διαδικτυακό) φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που συμμετείχαν στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Και τιμήθηκε με πέντε βραβεία: Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής – Αργυρός Αλέξανδρος, Βραβείο Κοινού, Βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Βραβείο Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και Βραβείο Νεότητας Φοιτητών Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης. Τέλος, η ταινία ήταν υποψήφια για 14 Βραβεία Ίρις – τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ήτοι, τα ελληνικά Όσκαρ. Κι ενώ υπολειπόταν κατά μίας υποψηφιότητας σε σχέση με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη, που είχε 15 υποψηφιότητες, τελικά έσκισε, κερδίζοντας 10 βραβεία, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου, α' ανδρικού ρόλου και φωτογραφίας! Η τελετή απονομής των βραβείων Ίρις έγινε την Τετάρτη 16 Ιουνίου, μία μέρα πριν την έξοδο της ταινίας στους θερινούς κινηματογράφους.
Η υπόθεση: Ο Νικήτας είναι ένας μεσήλικας μοναχικός άνθρωπος, ο οποίος από επιλογή ζει σε ένα χαμόσπιτο κρυμμένο μέσα σε ένα υπέροχο δάσος, κάπου στα ορεινά της βόρειας Ελλάδας. Παλιότερα δούλευε στα ορυχεία της περιοχής και ζούσε στην κοντινή πόλη αλλά αφού ήρθε αντιμέτωπος με ένα τραγικό γεγονός, επέλεξε να αποσυρθεί και να απομονωθεί. Σε καθημερινή βάση έρχεται σε κόντρα με ανθρώπους της εταιρίας στην οποία ανήκουν (και εκμεταλλεύεται) τα ορυχεία, εταιρία που μονίμως επεκτείνεται, καταστρέφοντας το δάσος. Ο Νικήτας αποτελεί εμπόδιο για την εταιρία. Οι άνθρωποί της προσπαθούν να τον πείσουν με κάθε τρόπο να πουλήσει τη γη του αλλά εκείνος αρνείται πεισματικά. Ο Νικήτας είναι το τελευταίο οχυρό.
Ξαφνικά, στην πόρτα του Νικήτα θα εμφανιστεί ο γιος του, τον οποίο είχε πάρει πιτσιρικά μαζί της η μητέρα του, όταν της ήταν πια αδύνατο να ζήσει με τον τρόπο του Νικήτα. 20 χρόνια μετά, ενήλικας πλέον, ο Τζόνι επιστρέφει μετά το χαμό της μητέρας του, προκειμένου να διεκδικήσει τη μισή περιουσία του γέρου του. Οι δύο άντρες θα συγκρουστούν μετωπικά. Και το διακύβευμα που τίθεται είναι: πουλάς «για το καλό σου και το καλό του παιδιού σου» ή δεν πουλάς «για το καλό της κοινωνίας»;
Η άποψή μας: Αν σε ελληνική ταινία πρωταγωνιστεί ο Βαγγέλης Μουρίκης, αυτό αποτελεί ικανή αρχή για να χαρακτηρίσεις την ταινία καλή, ενδιαφέρουσα, τέτοια. Αν σε ελληνική ταινία πρωταγωνιστεί ο Βαγγέλης Μουρίκης, και σε κάποια στιγμή, μιλάει με μια κότα λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ε, αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Το «Digger» του πρωτοεμφανιζόμενου σε μεγάλου μήκους, Τζώρτζη Γρηγοράκη λοιπόν, είναι μια πολύ καλή ταινία. Εξαιρετική θα τολμούσα να πω! Ο Γρηγοράκης σκηνοθετεί με σιγουριά και αυτοπεποίθηση μια ταινία που παραπέμπει στη λογική των γουέστερν. Όχι με την κλασική λογική των παλιών γουέστερν, με τους καλούς καουμπόιδες και τους κακούς Ινδιάνους. Όχι. Με τη λογική των πρόσφατων γουέστερν, με τους όρους να έχουν αντιστραφεί: η Εταιρία είναι οι κακοί καουμπόιδες και ο Νικήτας είναι ο καλός Ινδιάνος. Διάβολε, είναι ο Τελευταίος των Μοϊκανών – κυριολεκτικά!
Και κάνω αυτόν τον διαχωρισμό σχηματικά επί τούτου, κάτι που προσπαθεί να αποφύγει (με επιτυχία) ο Γρηγοράκης. Προφανώς και παίρνει θέση, προφανώς και επισημαίνει την προτίμησή του αλλά ξέρει να αποφύγει τις γραφικές κακοτοπιές και να αποτυπώσει τις (πολλών αποχρώσεων) γκρίζες ενδιάμεσες περιοχές. Άψογα. Πέρα από το απέριττο σενάριο και τη στιβαρή του σκηνοθεσία, ο Γρηγοράκης ευτυχεί να έχει τρομερούς συνεργάτες σε όλα τα επίπεδα. Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη ανάμεσα στους παραγωγούς. Ο Γιώργος Καρβέλας στην καταπληκτική διεύθυνση φωτογραφίας. Ο Θοδωρής Αρμάος στο μοντάζ. Και όλοι οι ηθοποιοί του καστ, με τον Μουρίκη να παίρνει τη μερίδα του λέοντος στα εύσημα και τον Πανταζάρα στο ρόλο του γιου, να τον συναγωνίζεται στα ίσα.
Η κόντρα πατέρα και γιου αποτελεί απότοκο της σύγκρουση δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών, κάτι που εύγλωττα αποτυπώνεται και στην αφίσα της ταινίας. Κυριαρχεί σε αυτήν ένα κολάζ - μοντάζ, στο οποίο βλέπουμε να ενώνονται το εμπρός μέρος ενός αλόγου μπροστά, και το οπίσθιο μέρος μιας εντούρο μηχανής πίσω. Με το άλογο ο πατέρας, με την εντούρο ο γιος. Ριζωμένος με τον τόπο, με τη γη, ο Νικήτας, σε μόνιμη κίνηση και προς αναζήτηση (οικονομικής) ανεξαρτησίας και (καπιταλιστικής) ελευθερίας ο Τζόνι. Οι σκηνές που μοιράζονται οι δυο τους είναι εξαιρετικές όλες τους. Από την κυνική και δύσκολη αρχή, στο πλησίασμα σιγά σιγά, στην εκδήλωση της κοινής αγάπης τους για τη φύση έπειτα, στην μεγάλη κόντρα και στη σύγκρουση ακολούθως, που όμως θα οδηγήσει και στο τελικό ξεκαθάρισμα και στη σύγκλιση.
Η φωτογραφία ξεχωρίζει στην ταινία τόσο στα υπέροχα εξωτερικά, μέσα στο δάσος, που κουβαλάει θαρρείς μία μαγική, μεταφυσική αύρα, όντας όντως ένας έξτρα πρωταγωνιστής, όσο και στα εσωτερικά, συχνά φωτισμένα από το φως ενός κεριού, μιας γκαζόλαμπας, ενός φακού. Ο Γρηγοράκης δεν δαιμονοποιεί την πρόοδο. Ευτυχώς. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εντελώς συντηρητικές ατραπούς και θα γυρνούσε μπούμερανγκ εναντίον της ταινίας. Δαιμονοποιεί την πρόοδο που δεν στοχεύει στη βελτίωση της ζωής της κοινότητας, αλλά στοχεύει στην υγρή ονείρωξη κάθε Εταιρίας: το χρήμα. Το κέρδος και τα φράγκα πάνω από τους ανθρώπους και τη φύση και την ισορροπία. Οπότε, έχει σαφώς και τον χαρακτήρα ταινίας οικολογικής αφύπνισης το «Digger» αποφεύγοντας ευτυχώς τον χαρακτηρισμό της στρατευμένης ταινίας. Δεν κηρύττει, δεν διδάσκει το φιλμ. Και παρουσιάζει όλες τις πλευρές. Το θέμα είναι πως εμείς μπορούμε και διαλέγουμε πλευρά – ίσως κι εκ του ασφαλούς, αλλά αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση, που δεν είναι της παρούσης.
Εν πάση περιπτώσει, παρακολουθώντας την ταινία και ο πιο άσχετος μπορεί να καταλάβει τις αναλογίες των ορυχείων της ταινίας με τα ορυχεία χρυσού στη Χαλκιδική – μεταξύ των άλλων, έτσι; Έκαστος εφ΄ ω ετάχθη. Δεν είναι εύκολο να πας κόντρα στο ρεύμα. Καθόλου εύκολο. Και θέλει κάκαλα. Και αντοχές. Το λέει και ο Μουρίκης κάποια στιγμή μέσα στην ταινία. Κρίμα που ο Γρηγοράκης δεν επέλεξε να κλείσει το φιλμ με εκείνο το υπέροχο πλάνο, τρία λεπτά πριν από αυτό που ορίζεται τελικά ως το τελευταίο πλάνο της ταινίας. Πρόκειται για εξαιρετική, φοβερή και τρομερή σκηνή, στην οποία εντελώς ταιριαστά και αρμονικά, τον Νικήτα στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του, σώζει ο πιο παράξενος (κι απίθανος) από τους από μηχανής θεούς όλων των εποχών! Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω: η ταινία θα μπορούσε να κλείσει εκεί. Ο Γρηγοράκης, όμως, ήθελε να κάνει πιο... λιανό το φινάλε του. Δεν πειράζει. Μικρό το κακό, που δεν έχει καμία επίπτωση εντέλει.
Συνολικά, μια έντιμη και δυνατή ταινία, που με βάση τα κολλήματά μας, θα την θέλαμε λίγο πιο... «Βασιλιάς». Αλλά θα μου πεις, «Βασιλιάς» είναι μόνο ένας, αυτός του Γραμματικού, ε; Όπως και να έχει, ήδη καταχωρείται στη λίστα με τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς! Και μακάρι να βρει στα θερινά το κοινό που της αξίζει.
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr