Η τρίτη ιστορία που περίσσεψε από το Chungking Express φτιάχνει το Fallen Angels, την αμέσως επόμενη χρονιά (το 1995), όχι ως τον χαμένο κρίκο ενός αφηγήματος σε συνέχειες αλλά ως companion piece σε άλλο ύφος, πιο πρωτότυπο και συναρπαστικό, που δεν είναι καθόλου πειραματικό ή ετοιμόρροπο, παρά την ακροβατική του κοψιά ‒ το αντίβαρο ενός neon noir σε ένα «νεονουάρ». Χωρισμένο σε δύο μέρη, με voice-over μονολόγους, εκρήξεις βίας, λειτουργικά τοποθετημένα τραγούδια και τις φωταψίες να πλοηγούν τις πλανόδιες ψυχές, το έργο ραψωδεί τη σχέση ενός κακοποιού με την Blondie κι ενός τρελαμένου νέου, χωρίς λαλιά, με την Τσάρλι ‒ γίνεται σαφές ότι οι γυναίκες-κλειδιά στα δυο κολλητά φιλμ του Γουόνγκ είναι σινεφιλικές συνθέσεις που εκλύουν πόνο και επιδρούν μοιραία στους άνδρες που πλησιάζουν.
Το Fallen Angels είναι μια θεσπέσια crime πρόφαση για ένα αποσπασματικό βραδινό οδοιπορικό που σφύζει από ενέργεια και μελαγχολία, ένα υπέργειο κινηματογραφικό μετρό και ταυτόχρονα η τελευταία ωδή του Γουόνγκ στην πόλη που γέννησε το ταλέντο του. Ταυτόχρονα, κρύβει καλά μια τάση του για στυλιζαρισμένο μελοδραματισμό ‒ άλλωστε, ξεκίνησε γράφοντας σενάρια για σαπουνόπερες!
Αυτή που πραγματικά μαγεύει είναι η διεύθυνση φωτογραφίας του Αυστραλού, λίγο πριν προσηλυτιστεί οριστικά στην κινεζική κουλτούρα, Κρίστοφερ Ντόιλ. (Ενδιαφέρουσα ειρωνεία: Αν και έχει βραβευτεί επανειλημμένα από ασιατικές ενώσεις επαγγελματιών και κριτικών, κυρίως για τη συνεισφορά του στις ταινίες του Γουόνγκ, ο Ντόιλ δεν έχει προταθεί ποτέ για Όσκαρ στην κατηγορία του από την Αμερικανική Ακαδημία. Αντίθετα, η μοναδική φορά που ταινία του σκηνοθέτη έφτασε στη σχετική πεντάδα ήταν με το Grandmaster, με οπερατέρ τον Γάλλο Φιλίπ Λε Σουρ.)
Η σπουδή του στο neon περιβάλλον του Fallen Angels χρήζει μελέτης. Ακολουθώντας την οδηγία του σκηνοθέτη του να κινηματογραφεί τους ήρωες με ευρυγώνιους φακούς για να τους αποξενώνει από τον πλησίον χώρο, και κατά κάποιον τρόπο να τους απομονώνει συνεχώς από την επόμενη κίνηση και τους ανθρώπους που τους προσεγγίζουν, ενσωματώνει το τεχνητό φως που εκπέμπουν οι μυριάδες πινακίδες με ποιητική ευαισθησία που αρμόζει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
«Το neon ή το ασπάζεσαι ή το απορρίπτεις»: αυτή είναι η φιλοσοφία του κι εκείνος το αγκαλιάζει, χωρίς να έρχεται επικίνδυνα κοντά του. Αν παρατηρήσετε πώς φέρεται στα κόκκινα χρώματα, τα ιερά και πιο τετριμμένα στην Άπω Ανατολή, θα καταλάβετε πως κατανοεί πλήρως ότι η συγκεκριμένη φωτεινή πηγή σε καίει αν τη σεβαστείς ευλαβικά, και σε εκθέτει καλλιτεχνικά, αν τη μεταχειριστείς τουριστικά. «Πρέπει να έχεις τον νου σου, το neon μπορεί να κρύβει κενότητα» έχει πει ο Ντόιλ, κι έχει τόσο δίκιο. Αντ' αυτού, το ζωγραφίζει σαν μια ενιαία οντότητα, με αυτό δίνει μορφή στη νύχτα, το αφήνει να κυλήσει σαν το ποτάμι της κίνησης της πόλης που χαρακτηρίζεται από την αδιάκοπη παρουσία του, το πλαισιώνει με τα βήματα των χαρακτήρων, χωρίς να παραδίδεται στην υπνωτική του λάμψη.
Ο Ντόιλ δεν περιορίζεται στην αποτύπωση μιας θάλασσας από φώτα ‒ οι σκηνές στα μπαρ του Fallen Angels δείχνουν πώς μπορεί να επιστρέψει από τις στιλπνές επιφάνειες των δρόμων και να αναδείξει με ακρίβεια πρόσωπα σε συγκεκριμένο χώρο, ορίζοντας διαφορετικά χρώματα σε ένα πλάνο.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr