Χρυσός Λέοντας στη Βενετία και Βραβείο κοινού στο Τορόντο για το “Nomadland” της Κλόι Ζάο από την Κίνα. Μαθήτρια του Spike Lee που έγινε γνωστή στην Ελλάδα κερδίζοντας τη Χρυσή Αθήνα με το “Rider”. Τώρα ο πήχης ανεβαίνει και δείχνει έτοιμη να διεκδικήσει τα σημαντικότερα Χρυσά Αγαλματίδια. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζέσικ Μπρούντερ μας μεταφέρει σε μίαν άλλη Αμερική, μακριά από το Καπιτώλιο και το κέντρο της πρωτεύουσας. Απευθείας το μυαλό μου πήγε στο Florida Project του Σον Μπέικερ και τις Ηνωμένες Πολιτείες των απόκληρων για τους οποίους το όνειρο μοιάζει να έχει σβήσει προ πολλού.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε πολλούς ανθρώπους στην ανεργία και τη φτώχεια. Σήμερα με την περιπέτεια του κορονοϊού η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Εμείς ακολουθούμε τη διαδρομή της Φερν. Μία γυναίκα κοντά στα εξήντα χρόνια που ζει σε ένα τροχόσπιτο και μεταφέρεται από τόπο σε τόπο. “Όπου γη πατρίς”. Από την μία η αίσθηση της ελευθερίας χάρη στην επανένωση με την μάνα φύση κι από την άλλη μία Amazon να καραδοκεί για να σε στύψει και να σου δώσει ένα μεροκάματο παρηγοριάς για να παραμείνεις αυτάρκης και κύριος των υποχρεώσεών σου που τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς. Θέλεις να ξεφύγεις, να επαναστατήσεις, αλλά κάποιος άλλος έχει προ-αποφασίσει για σένα.
Ένα τρένο περνά, η μουσική μας συντροφεύει στη διαδρομή. Από το “Rose Garden” μέχρι το “Oltremare”. Ένας άνθρωπος βασανισμένος προσπαθεί να πείσει κάθε εργοδότη πως δεν είναι ζητιάνος, αλλά μία αξιοπρεπής οντότητα. “Δεν μπορώ να ζω πια με επιδόματα, I like work”. Μία ηθική που δεν αναγνωρίζεται, πόσο μάλλον δεν ανταμείβεται. Μία στάση ζωής που σε κάνει παρία. Η ταινία ακροβατεί στα όρια του ντοκιμαντέρ. Οι πρωταγωνιστές ανήκουν στους σύγχρονους νομάδες, η ίδια η πρωταγωνίστρια επέλεξε να ζήσει τέσσερις με πέντε μήνες με αυτόν τον τρόπο, ώστε η ερμηνεία της να είναι το δυνατόν πιο αυθεντική.
Η Φράνσις Μακντόρμαντ αποτελεί καταλύτη της πλοκής. Μετά την αξέχαστη ερμηνεία της στις “Τρεις Πινακίδες” ετοιμάζεται να κερδίσει ένα ακόμα OSCAR α’ γυναικείου ρόλου. “Δεν είμαι άστεγη, απλά δεν έχω σπίτι”. Ψάχνει συνεχώς φως στο τούνελ, ελπίδα να κρατηθεί, αιτία επανεκκίνησης, μα οι ματαιώσεις διαδέχονται η μία την άλλη και ο χρόνος τρέχει. Δεν επαναπαύεται στιγμή. Η απόδραση αφήνει πάντα ένα κενό, το άγνωστο όμως κι η εξερεύνησή του έχουν το δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Μέσα σε ένα λυρικό σκηνικό κατανοούμε πως η ανθρωπογεωγραφία μεταβάλλεται ταχέως τόσο στα στενά γεωγραφικά όρια της υπερδύναμης, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι σοκαριστική αυτή η διαπίστωση. Οι άνθρωποι παρασύρονται. Ξεχνούν τα απλά και νομίζουν πως είναι σύγχρονοι Θεοί. Χάνεται η αίσθηση της επικοινωνίας, του αγγίγματος, των στιγμών. Όταν ο καθένας μας συνειδητοποιήσει το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει είναι ήδη αργά. Ακολουθεί νομοτελειακά η ΜΟΝΑΞΙΑ και τότε είναι ώρα για δύσκολες αποφάσεις δίχως πυξίδα και καθαρό μυαλό.
Πασχίζει να σώσει κυριολεκτικά και μεταφορικά ό,τι έχει απομείνει. Ο καθένας μας έχει να διαχειριστεί μικρές ή μεγαλύτερες απώλειες στη διάρκεια της ζωής. Η πόρτα ξεκλειδώνει, άδεια όλα, το τοπίο χιονισμένο έξω από το παράθυρο. Η απόσταση δε φοβίζει, δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά. “Ότι δε ξεχνάς, συνεχίζει να ζει”. Η μελαγχολική μουσική ντύνει με τη μελωδία της το ταξίδι που τελικά συνεχίζεται. “Όλα είναι δρόμος” και μοναδική απόδραση σε μία μακρινή θάλασσα που ακόμα δεν έφτασε η ώρα να ανταμώσουμε.
Μίλτος Τόσκας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα alterthess.gr