Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την έναρξη του εφιαλτικού πολέμου στη Συρία, την ώρα που το τέλος του δε φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα. Όλο αυτό το διάστημα, ο κινηματογράφος αποπειράθηκε πολλάκις να καταγράψει τη βία των συρράξεων, τα εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά, την κυνική αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας, αλλά και τα επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια που γίνονται εις βάρος του συριακού λαού. Σε αυτό το πλαίσιο η παρατηρητική διάσταση της κάμερας μεγεθύνεται, καθώς παρεισφρέει στην καρδιά μιας εξαιρετικά πολυσύνθετης και εκρηκτικής κατάστασης που έχει παγιωθεί, επιδρώντας σα φάρος μετάδοσης πληροφοριών στον έξω -δυτικό- κόσμο. Αρκεί να θυμηθούμε πως μόνο το 2017 κυκλοφόρησαν τουλάχιστον τρία ντοκιμαντέρ που υιοθέτησαν αυτό το σκοπό, έχοντας ταυτόχρονα έντονη την αίσθηση του κατ' επείγοντος• το υποψήφιο για Όσκαρ «Last Men in Aleppo» (Φεράς Φαγιάρντ, Καρίμ Αμπίντ & Σόρεν Στιν Γέσπερσεν) που καταγράφει από την πρώτη γραμμή την πολιορκία στο Χαλέπι, το επίσης οσκαρικά υποψήφιο «Of Fathers and Sons» (Ταλάλ Ντερκί) όπου ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί την εμπειρία του να ζεις με μια οικογένεια ακραίων ισλαμιστών, αλλά και το υποψήφιο για Emmy «City of Ghosts» (Μάθιου Χάινεμαν) στο οποίο μια ομάδα μαχητικών δημοσιογράφων προσπαθεί να επιζήσει υπό το ζυγό του Ισλαμικού Κράτους.
Όλες τους, εκτός της αγωνίας για μαζική ευαισθητοποίηση, διεκδικούν ένα δικό τους μερίδιο αλήθειας. Μπορεί το σινεμά να είναι η αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο, όπως έχει πει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια κατασκευή. Ο ίδιος ο Γάλλος σκηνοθέτης, μάλιστα, συμπλήρωνε τον περίφημο ορισμό του με τη φράση «και κάθε "cut" είναι ένα ψέμα». Οι προαναφερθείσες ταινίες, αλλά ακόμα περισσότερο το αφοπλιστικό ντοκιμαντέρ «Για τη Μικρή Σαμά», οικειοποιούνται αυτήν την αντίφαση του κινηματογράφου όχι για να κατευθύνουν χειριστικά το κοινό τους, αλλά για να υπογραμμίσουν την ειλικρίνεια των εικόνων τους. Εν προκειμένω, η αρχική αμφιβολία έρχεται όταν το βλέμμα πέφτει στα credits, όπου εκτός της θαρραλέας πρωταγωνίστριας και οπερατέρ Ουαάντ αλ-Κατέμπ υπάρχει και ο Βρετανός δημιουργός Έντουαρντ Γουάτς, ο κύριος υπεύθυνος για το σμίλευμα του υλικού που συγκέντρωσε η αλ-Κατέμπ μοντάροντάς το και άρα καθορίζοντας τη δομή του. Στο τέλος όμως, η συνταρακτική αφήγηση, καθώς και το γεγονός πως είναι χειροπιαστή η οδύνη που αποτυπώνεται στην οθόνη, σε συνδυασμό με την καταφανή προσωπική μαρτυρία, καθιστούν ισχνές τις πιθανότητες εργαλειοποίησης του καταγεγραμμένου πόνου.
Ο λόγος που γίνεται η παραπάνω διευκρίνιση είναι γιατί το «Για τη Μικρή Σαμά» είναι ένα ντοκιμαντέρ που ξεβολεύει, συγκινεί και ανά πολλές στιγμές κόβει την ανάσα, μέσα από τα πλάνα που με πενιχρά μέσα συγκέντρωσε η αλ-Κατέμπ από το 2011 έως το 2016. Η ίδια, φοιτήτρια στο Χαλέπι όταν ξέσπασαν οι πρώτες μεγαλειώδες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, οργανώθηκε αμέσως στο κίνημα που γεννιόταν τραβώντας παράλληλα υλικό που γνώριζε ήδη πως μια μέρα θα είναι πολύτιμο. Έκτοτε και για τα επόμενα χρόνια δε σταμάτησε στιγμή να έχει μια κάμερα στα χέρια της, παρότι η έκβαση όσων κινηματογραφούσε ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που ήλπιζε.
Μέσα από τις εικόνες της αλ-Κατέμπ βλέπουμε παράλληλα την αποκαρδιωτική κατάρρευση της Συρίας και τις απόπειρες της ηρωίδας να φτιάξει μια καθημερινότητα που να προσιδιάζει στοιχειωδώς με ζωή. Χωρίς να παύει ποτέ την πολιτική δράση της, στήνοντας με συντρόφους ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο που βομβαρδίζεται συχνά δίχως οίκτο, στο ενδιάμεσο... αγοράζει σπίτι ενώ μένει και έγκυος. Η αλληλουχία πλήρους απόγνωσης και αιφνίδιας ελπίδας δίνει τον τόνο στο ντοκιμαντέρ, παρότι δεν επενδύει ποτέ σε εύκολες λύσεις και κερασμένους συναισθηματισμούς. Επίτευγμα στα όρια του άθλου, εάν υπολογιστεί το πόσο τραυματικά είναι πολλά από τα περιστατικά που συμβαίνουν στην ταινία, όπως επίσης τον τρομακτικό βαθμό στον οποίο η αλ-Κατέμπ είναι προσηλωμένη στην κινηματογράφηση. Για την ίδια πρόκειται για σχεδόν επαναστατική πράξη το γεγονός πως καταθέτει αφιλτράριστα το βίωμά της, ενώ προκαλούν θαυμασμό οι στιγμές που νιώθει ενοχές απέναντι στους συμμαχητές και συναθρώπους της, όταν λυγίζει και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει.
Η ημερολογιακή λογική της αφήγησης, επιπλέον, επιτρέπει να αναδειχθεί ακόμα μία πτυχή της ρουτίνας στην εμπόλεμη Συρία. Εκείνης της συμβίωσης με το αποτρόπαιο αλλά και το αναπόφευκτο, της ολικής επικράτησης της ματαιότητας, η οποία παρόλα αυτά δε στερεί τους ανθρώπους του ντοκιμαντέρ από τη θέληση για μελλοντικά σχέδια. Ξέρουν πως τίποτα δεν έχει νόημα πια, όμως συνεχίζουν πεισματικά να βγάζουν μέρα τη μέρα. Όσα συμβαίνουν στο «Για τη Μικρή Σαμά» παίρνουν το σχήμα διεστραμμένου πειράματος, με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις εις βάρος αμάχων να δοκιμάζουν τα ήδη αποτελειωμένα ψυχικά αποθέματά κουρασμένων ανθρώπων, οι οποίοι βλέπουν όλα όσα ήξεραν να εξαϋλώνονται. Θυμούνται καλά, επίσης, πώς ήταν η ζωή πριν τον πόλεμο, πικραίνουν τσουχτερά οι αναμνήσεις από την αισιοδοξία των εξεγέρσεων, βαραίνει αμετανόητα το βάρος του τωρινού αδιεξόδου. Για αυτό και το ελάχιστα θετικό φινάλε της ταινίας έρχεται για να φέρει τους πάντες προ των ευθυνών τους. Αυτούς που αδιαφορούν συνειδητά για όσα συμβαίνουν τη Συρία και αυτούς που δεν κάνουν αρκετά για να βοηθήσουν.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama