Στην Αθήνα του 2011, ο Άρης είναι ένας τριαντάρης αποτυχημένος εισαγωγέας εσπρεσιέρων, που μετακομίζει στο σπίτι του εκλιπόντα παππού του στην περιοχή του Παπάγου. Εκεί ξανασυναντά δικούς του παιδικούς φίλους, αλλά και τον Βάσο, τον κομουνιστή φίλο του δεξιού παππού, στον οποίο είχε παραχωρήσει ένα σπίτι για να μείνει, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που τους χώρισαν στη διάρκεια του Εμφυλίου.
Δραματική κομεντί που κέρδισε δικαίως Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβρη, καθώς αποτελεί μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Ακόμα μία προσθήκη στην κατηγορία των ταινιών που πραγματεύονται στον Ελληνικό Εμφύλιο και, όπως η «Ψυχή βαθιά» (2009) του Παντελή Βούλγαρη, τον κοιτάει μέσα από ένα συμφιλιωτικό πρίσμα, το οποίο δυστυχώς δε μπορούμε να συζητήσουμε πιο συγκεκριμένα, ώστε να μην αποκαλύψουμε τις εκπλήξεις της πλοκής.
Μπορούμε να πούμε όμως για τις μεστές συνθέσεις των πλάνων που συμβάλλουν στην αφηγηματική οικονομία, την ισορροπία των ερμηνειών, την ακρίβεια του μοντάζ, την κομψότητα των συναισθημάτων και τη λεπτότητα του χιούμορ. Επίσης, μπορεί με ιστορικούς όρους η μειλιχιότητα της σεναριακής ρητορικής να μοιάζει απολιτική. Μέσα από την τελική της αποκάλυψη όμως αποκτά πολιτική χροιά στοχεύοντας στις διεκδικήσεις της σημερινής εποχής, επισφραγίζοντας μέσα απ’ αυτή μια ξεκάθαρη, καίρια και προοδευτική στάση, τόσο για το παρόν όσο και για το παρελθόν, την οποία ούτως ή άλλως υπαινίσσεται μέχρι τότε.
Η μόνη μου ένσταση αφορά το τελευταίο τμήμα της πλοκής, όπου αισθάνθηκα ότι παραλείπεται ένα μικρό στάδιο στην εξέλιξή της, καθώς δεν παρέχονται αρκετές εξηγήσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Ο Άρης βεβαίως δείχνει τη μετάνοιά του, η επιμονή του Βάσου στην επιλογή του έχει κυρίως συμβολικό, συναισθηματικό χαρακτήρα κι η μονοκατοικία εύλογα τίθεται προς πώληση, αφού είναι το μόνο μέσο ώστε ο Άρης κι οι γονείς του ν’ ανασάνουν οικονομικά. Όμως ακόμα κι αν τα γεγονότα οδηγούσαν ούτως ή άλλως στη συγκεκριμένη έκβαση, προσωπικά ένιωσα ότι η οικογένεια αποδέχεται πολύ εύκολα την απόφαση του Βάσου, χωρίς δηλαδή ν’ αναρωτιέται την αιτία που την έχει προκαλέσει και χωρίς ο Άρης ν’ αναγνωρίζει την προσβλητική του στάση και να τους εξηγεί την κατάσταση. Αντιθέτως, θα έπρεπε να έχει δηλωθεί ρητά κι όχι απλώς να υπονοηθεί η λύση της παρεξήγησης, ώστε να τονιστεί το αληθινό κίνητρο της απόφασης του Βάσου (που είναι εξάλλου σημαντικό επειδή ολοκληρώνει τη συνολική σεναριακή τροχιά του) κι όχι να αφήνεται η εντύπωση της εμμονής σε μια παρεξήγηση.
Τέλος, όπως σε δύο ακόμη ταινίες της σημερινής στήλης, την «Κρυφή ζωή» και το «Κάλεσμα της άγριας φύσης», το βουνό αποτελεί θεμελιώδες σύμβολο του ανθρώπινου αγώνα για επιβίωση κι ελευθερία.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr