Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της όμορφης αυτής ταινίας (βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ των Κανών) του Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Ελία Σουλεϊμάν («Ο χρόνος που απομένει», «Θεϊκή παρέμβαση»), με τον Ορθόδοξο ιερέα στην εκκλησία της Ναζαρέτ, στη διάρκεια του Επιταφίου, να σπάει την πόρτα της Εκκλησίας (του Πανάγιου Τάφου;), για να μπει αυτός και το ποίμνιό του, όταν ο μεθυσμένος φύλακας από μέσα του αρνείται να την ανοίξει, μπαίνουμε κατευθείαν στον αλά-Ζακ Τατί κόσμο του απολαυστικού αυτού σκηνοθέτη.
Στην ταινία, ο ίδιος ο Σουλεϊμάν, ξεκινάει από το σπίτι του στα παλαιστίνια εδάφη, για να ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις (Παρίσι και Νέα Υόρκη), για να βρει, όπως αναφέρει η σύνοψη της ταινίας, «απρόσμενες ομοιότητες και διαφορές με την πατρίδα του την Παλαιστίνη». Ομοιότητες και διαφορές που υπάρχουν παντού σ’ όλη τη γη, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια.
Είτε πρόκειται για τον γείτονά του, που άλλοτε μπαίνει στην αυλή του και μαζεύει σε καλάθια τα λεμόνια («δεν είμαι κλέφτης», του εξηγεί, «μπήκα αφού χτύπησα, αν και κανένας δεν μου άνοιξε»), κι άλλοτε για να κλαδέψει ή να ποτίσει τα δέντρα, από τα οποία αργότερα ελπίζει να μαζέψει τον καρπό τους, είτε για τους αστυνομικούς σε πατίνια που κυνηγούν κάποιον παραβάτη στους δρόμους του Παρισιού, είτε, πάλι, τους απλούς Αμερικανούς στο σούπερ-μάρκετ και τους δρόμους της Νέας Υόρκης, με τον καθένα (μαζί και ολόκληρες οικογένειες με τα παιδιά τους) να κουβαλάει στον ώμο του, όπως ανακαλύπτει, και κάποιου είδους όπλο (έξυπνο εύρημα για σάτιρα του θέματος της οπλοφορίας), είτε στη σκηνή με μια γυναίκα-άγγελο με φτερά στο Σέντραλ Παρκ, να την κυνηγάει η αστυνομία, είτε ακόμη με το σπουργίτι που δεν σταματά να πηδάει στο ipad του Σουλεϊμάν ενώ αυτός προσπαθεί να γράψει.
Σκηνές που ο Σουλεϊμάν παρακολουθεί, ψυχρός παρατηρητής, με λεπτότητα, με τη, γνωστή από άλλες ταινίες του, απορημένη ματιά, είτε περπατώντας στους δρόμους, με μια τσάντα στον ώμο, είτε καθισμένος στα καφέ, καπνίζοντας το τσιγάρο του, καταγράφοντας, με την κάμερά του, τα τρελά και τα παράλογα (ανθρώπινα όμως πάντα) του κόσμου μας, σε σκηνές συχνά διανθισμένες με μια σουρεαλιστική ματιά.
Ενώ, παράλληλα, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει, πάντα με χιούμορ, αν και, τη φορά αυτή, διανθισμένο με κάποια θλίψη, και για την πατρίδα του την Παλαιστίνη (που δείχνει να τον στοιχειώνει σε κάθε βήμα του), μέσα από την επίσκεψή του σ’ ένα μέντιουμ, όπου, μέσα από το «διάβασμα» της τράπουλας Ταρό, το μέντιουμ του επιβεβαιώνει την ερώτησή του, πως κάποτε θα υπάρξει ως χώρα και η Παλαιστίνη, «μόνο που», όπως του προσθέτει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, «δεν θα γίνει στη δική σου ή τη δική μου ζωή».
Υπάρχει στην ταινία μια εμβληματική θα έλεγα σκηνή, που απόλαυσα ιδιαίτερα, με μια Παλαιστίνια γυναίκα να περπατάει κουβαλώντας νερό σε ένα είδος κουβά μέσα από τα χωράφια, η οποία όμως για να μπορέσει να μεταφέρει στο κεφάλι της δυο κουβάδες με νερό, χωρίς να χρειάζεται να κάνει τη διαδρομή δυο φορές, έχει βρει ένα πρωτότυπο τρόπο:
Μεταφέρει πρώτα τον ένα κουβά στο κεφάλι της, κάποια στιγμή τον αφήνει στο έδαφος κι ύστερα επιστρέφει πίσω, βάζει τον δεύτερο κουβά στο κεφάλι και τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον πρώτο, ύστερα επιστρέφει και ξαναβάζει τον πρώτο κουβά στο κεφάλι της που τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον δεύτερο, και πάει λέγοντας, καταφέρνοντας έτσι να μεταφέρει και τους δυο κουβάδες σε μια και μόνη διαδρομή.
Σκηνή δοσμένη με ποίηση, ταυτόχρονα και ένα είδος μεταφοράς πάνω στη δουλειά του ίδιου δημιουργού που, προχωρώντας λίγο μπροστά και λίγο πίσω («δυο βήματα μπροστά κι ένα πίσω», ανατρέποντας το ρητό του Λέρνι, «ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω») φτιάχνει σταδιακά και με επιμονή το θαυμάσιο έργο του.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr