Σε μια περίοδο που οι διαδηλώσεις με τις πορείες ενάντια στο ρατσισμό, την καταπίεση και την απερίσκεπτης και απάνθρωπη άσκηση της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ και όχι μόνο, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο που με τον πρόσφατο διορισμό από τον πρόεδρο Τραμπ μιας συντηρητικής γυναίκας στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, η ταινία του Άαρον Σόρκιν αποκτά μια ιδιαίτερη επικαιρότητα.
Η ιστορία αναφέρεται σε μια μεγάλης διάρκειας δίκη του 1969 των 7 ακτιβιστών ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, κατηγορούμενων για συνωμοσία και υποκίνηση σε ταραχές σε συγκρούσεις με την αστυνομία στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1968 στη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου των Δημοκρατικών – στη δίκη των κατηγορούμενων υπήρχε και ένα 8ο μέλος, ο αρχηγός των Μαύρων Πανθήρων, Μπόμπι Σιλ, που δεν είχε καμιά σχέση με τους 7 κα τις συγκρούσεις, αλλά βρισκόταν εκεί για να μιλήσει στο πλήθος.
Με την τότε πολύ πρόσφατη εκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον στην προεδρία, ο υπουργός Δικαιοσύνης ζητά από τον Γενικό Εισαγγελέα, Ρίτσαρντ Σουλτζ (Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) να αναλάβει την υπόθεση με στόχο να καταδικάσει τους χίπηδες κατηγορούμενους για «συνωμοσία και παρακίνηση για έκτροπα», στα οποία ο νέος Εισαγγελέας, αν και αρχικά αντιδρά, αναγκάζεται να ακολουθήσει και να παραπέμψει τους 7 (μαζί και τον 8ο κατηγορούμενο Μπόμπ Σιλ) σε δίκη. «Να νικήσεις! Αυτό αναμένεται από σένα», τον διατάζει ο υπουργός.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στο δικαστήριο, με ένα επίμονο και κάθε άλλο παρά δίκαιο δικαστή, Τζούλιους Χόφμαν (έξοχος στο ρόλο ο Φρανκ Λαντζέλα) να απορρίπτει προκλητικά μαρτυρίες και καταθέσεις και να αρνείται στον Σιλ να εκπροσωπήσει, ελλείψει δικηγόρου, τον εαυτό του, ενώ, αργότερα, όταν ο τελευταίος επιμένει να διατάζει να τον δένουν με αλυσίδες και να τον φιμώνουν (γεγονός που σόκαρε τότε το δικαστήριο και ενέπνευσε και πολλά σκίτσα σε εφημερίδες της εποχής) – οι σκηνές των αντιπαραθέσεων του Μπόμπι Σιλ με τον δικαστή, αξίζει να τονίσω πως είναι από τις πιο ωραία στημένες και δυνατές της ταινίας.
Παράλληλα με τις δικαστικές σκηνές, ο Σόρκιν αντιπαραθέτει σκηνές τόσο από επίκαιρα και διαδηλώσεις της εποχής, μαζί και την απερίγραπτη βία που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να καταστείλει τη διαδήλωση στο Πάρκο, όσο και παρασκηνιακές σκηνές ανάμεσα στις συζητήσεις και τους διαπληκτισμούς των βασικών κατηγορούμενων, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την πολιτική στρατηγική τους σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη στάση τους στη δίκη:
Από τη μια, τον Τομ Χέιντεν (Έντι Ρεντμέιν) και τον Ρένι Ντέιβις (Άλεξ Σαρπ), μέλη της Δημοκρατικής Οργανώσεως των φοιτητών, και από την άλλη, τους χίπηδες Άμπι Χόφμαν (με τον Σάσα Μπάρον Κοέν να εκμεταλλεύεται το κοινό κάνει επίθετό τους για να προκαλεί με το χιούμορ του τον δικαστή Χόφμαν) και Τζέρι Ρούμπιν (Τζέρεμι Στρονγκ), μέλη του Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας, ενώ, παίζοντας το ρόλο του «μεσολαβητή» βρίσκεται ο μεσήλικας Ντέιβιντ Ντέλιντζερ, σκηνές που δεν είναι πάντα αρκετά επιδέξια δεμένες με τις, πολύ πιο καλύτερες σκηνές του δικαστηρίου.
Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την ταινία από του να σε παρασύρει στην όλη πορεία της δίκης (μιας παρωδίας, στην πραγματικότητα, δίκης) και να σε μπλέξει (χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών) σ’ έναν αγώνα για δικαιοσύνη και ελευθερία του λόγου και της έκφρασης που συνεχίζεται, με το ίδιο πάθος, και στις μέρες μας.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr