Ένας αργόσχολος νεαρός με τραυματικές μνήμες, δεν έχει ξεπεράσει το χαμό του πατέρα του που έχασε τη ζωή του πάνω στο καθήκον του ως πυροσβέστης. Ζει χωρίς καμία φιλοδοξία και υπευθυνότητα, πέρα από την προσπάθειά του να γίνει tattoo artist. Όλα θα αλλάξουν όταν η μητέρα του θα ερωτευτεί έναν νεότερο πυροσβέστη.
Ο Σκοτ μεγάλωσε στο Στάτεν Άιλαντ και ταυτίζεται με την γκρινιάρικη μιζέρια του νησιού/προαστίου της Νέας Υόρκης: πρόκειται για έναν 24χρονο αργόσχολο που μένει ακόμη με τη μητέρα του, σαρκάζει τους πάντες, αφήνεται στα εφηβικά του τερτίπια, που δεν είναι πλέον αρκετά χαριτωμένα, χάνεται σε ένα σύννεφο μαριχουάνας, ταλαιπωρεί με υπεκφυγές τη φιλενάδα που δηλώνει πως τον αγαπάει και το μόνο που ονειρεύεται είναι να γίνει tattoo artist. Κινείται στα όρια της καλοπροαίρετης ανομίας, περισσότερο ζαβολιάρικα παρά πραγματικά επικίνδυνα, και νιώθει εγκλωβισμένος από το παιδικό τραύμα της απώλειας του πατέρα του, ενός πυροσβέστη που θυσιάστηκε με αυταπάρνηση στην τραγωδία της 9/11. Ο Πιτ Ντέιβιντσον, stand-up κωμικός και μέλος της ομάδας του «Saturday Night Live», όντως έχασε τον πυροσβέστη πατέρα του στo τρομοκρατικό χτύπημα, γεγονός που έκανε χρόνια να ξεπεράσει.
Με βιώματα παρεμφερή και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εντρυφά στην αδράνεια της εντοπιότητας ένα χαλαρό καλοκαίρι που δεν συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο, εκτός από την απροσδόκητη κίνηση της μάνας του (πάντα χορταστική η Μαρίσα Τομέι) να τα φτιάξει, μετά από χρόνια ανέραστης αναμονής, με έναν πυροσβέστη! Ο Σκοτ έρχεται αντιμέτωπος με τον χειρότερο εφιάλτη του, το πατρικό πρότυπο που πάσχιζε να θάψει, και, πιστός στη μηδενιστική, κοροϊδευτικά ειρωνική του πανοπλία, καταγίνεται με μια πανικόβλητη εκστρατεία κατάρριψης του παρείσακτου στο νοικοκυριό και το παρατεταμένο, τεχνητή βόλεμά του.
Από τους «Απόντες» του Γραμματικού ως το «Barbershop», τα saga μιας κοινότητας φίλων και γειτόνων, που οχυρώνονται στις συνήθειες και τις κοινές παραστάσεις από τα παιδικά τους χρόνια, δημιουργούν ζεστές ιστορίες που αναδίδουν αυθεντική φυσικότητα και μια αβίαστη συνενοχή όταν είναι γραμμένες με ειλικρίνεια από τους «αυτόχειρες»-δράστες που γνωρίζουν την ιδιαίτερη λαλιά, τις ανησυχίες και την ψυχολογία της μικρής τους πατρίδας. Όσο η «Τέχνη της Ενηλικίωσης» μένει στο συγκεκριμένο κομμάτι, πετυχαίνει μια ευθύβολη ματιά σε αυτήν τη γωνιά της πόλης που έχουμε δει σε χίλιες όψεις, αλλά όχι τόσο συχνά στη λιγότερο εντυπωσιακή, σίγουρα πιο ανθρώπινη εκδοχή της.
Η συμβολή του έμπειρου Τζαντ Άπατοου στον ρυθμό δεν είναι καίρια. Η πλοκή στη φάση της ενηλικίωσης, και ακόμα περισσότερο η προσπάθεια να εντάξει τον απροσάρμοστο Σκοτ σε μια κοινωνική και συναισθηματική λογική μοιάζει με απαραίτητη προσθήκη για την ανάπτυξη ενός μεγάλου, ιδιοσυγκρασιακού σκετς του Ντέιβιντσον ‒ τον φανταζόμαστε να μοιράζεται σε περφόρμανς τη ζωή του live μπροστά σε κοινό, διακωμωδώντας, σαν ψιλόλιγνος υπερφυσικός μπεμπές με αντρική φωνή τις μικρές περιπέτειές του στο παραμελημένο χωριό, δυο βήματα από την ένταση του Μανχάταν.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr