ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΥΡΟΣ - Φίλιππος Χατζίκος
Λίγα χρόνια μετά τη μεγάλη εγχώρια επιτυχία Adieu les Cons, ο Αλμπέρ Ντιποντέλ επανέρχεται με ένα φιλμ ίδιας ιδιοσυγκρασίας που κινείται σε αμιγώς πολιτικά νερά. Θεωρητικά, το εξωκινηματογραφικό χρονικό σημείο είναι ιδανικό. Λίγες εβδομάδες πριν, το ταραγμένο εκλογικό κλίμα στη Γαλλία απασχόλησε τα πλήθη της γηραιάς ηπείρου που έβλεπαν μια παραδοσιακή δύναμη να ολισθαίνει προς την ακροδεξιά και σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας ενός υποψήφιου Αμερικανού προέδρου. Το σατιρικό κλίμα της ταινίας είναι το πλέον ευεπίφορο για δηκτικά σχόλια περί του σύγχρονου πολιτικού γίγνεσθαι και η αρχική σύλληψη αποτελεί τουλάχιστον επαρκή κινηματογραφική πρώτη ύλη. Δυστυχώς, όμως, μια ωραία ιδέα και το καλό timing δεν εξασφαλίζουν την ποιότητα του αποτελέσματος.
Μια πολιτική δημοσιογράφος που έχει εξοριστεί στο αθλητικό ρεπορτάζ επανέρχεται συγκυριακά στον φυσικό της χώρο με αποστολή να καλύψει την προεκλογική καμπάνια του επικρατέστερου υποψηφίου προέδρου. Οι ερωτήσεις που καλείται να θέσει είναι προκαθορισμένες και η γραμμή του μέσου σαφώς προσδιορισμένη, αλλά το δημοσιογραφικό της δαιμόνιο αρνείται να υποταχθεί στα κελεύσματα της δημιουργίας ενός αρχηγικού προφίλ για τον υποψήφιο. Έτσι, διαβάζοντας ολοένα και αναλυτικότερα το παρελθόν του λαοπρόβλητου εν δυνάμει ηγέτη, η δημοσιογράφος ανακαλύπτει απίθανες ιστορίες που οδηγούν με το στανιό την πλοκή από τη μία ανατροπή στην άλλη.
Ένας κινηματογραφιστής όπως ο Ντιποντέλ πάντα θα έχει κάτι να σου προσφέρει, ακόμα και όταν οι βασικοί όροι της αφήγησής του αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις για ένα συμπαγές σύνολο. Έτσι, εδώ θα βρούμε ωραίο εσωτερικό ρυθμό στις περισσότερες σεκάνς, κινηματογράφηση που δεν μοιάζει λες και βγήκε από γαλλικό εργοστάσιο μαζικής παραγωγής και κυρίως πλήθος κινηματογραφικών αναφορών, με πρώτη και απολαυστικότερη το Being There του Χαλ Άσμπι. Δεν μπορούμε, επίσης, να παραγνωρίσουμε τη διάθεσή του να παίξει με τα κινηματογραφικά είδη, στον Δεύτερο Γύρο η κυνική πολιτική σάτιρα συνδιαλέγεται με το αστικό νέο νουάρ. Μόνο που ο διάλογός τους, πασπαλισμένος με την τονική ελαφρότητα του Ντιποντέλ, δεν αποδεικνύεται γόνιμος. Με άλλα λόγια, τα περισσότερα αστεία κατά βάση δεν δουλεύουν, οι δραματικές καταστάσεις προκύπτουν βεβιασμένα και οι λύσεις που μηχανεύεται ο Γάλλος δημιουργός είναι τόσο εξωφρενικές που θέτουν την ταινία στη διάσταση του σκοτεινού παραμυθιού, οριστικά μακριά από κάθε δραματουργική συνέπεια.
Συνολικά, το φιλμ του Ντιποντέλ πιθανώς να εκτιμηθεί από όσους που προτιμούν ένα σινεμά ιδιαίτερης φωνής που φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού του ακόμα και αν δεν βρίσκει ακριβώς τον αφηγηματικό του δρόμο. Ακόμα και οι πιο θετικά διακείμενοι σε αυτό, πάντως, δύσκολα θα προσπεράσουν τις ανορθογραφίες στον πολιτικό (και οικολογικό !) του λόγο που καταλήγει σε ένα απροσδόκητα επιπόλαιο κατηγορώ απέναντι στη διαφθορά και σε λαϊκισμούς που αποτυπώνουν σχηματικά τη διαπλοκή των παραγόντων εξουσίας.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr