ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ (Επαν.) - Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Με τη νέα του ταινία Το κουρδιστό πορτοκάλι (A Clockwork Orange, 1971), o Αμερικανός σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κιούμπρικ συνεχίζει τη διερεύνηση του μέλλοντος, που είχε αρχίσει με τις ταινίες του S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove, 1964) και 2001: Οδύσσεια του διαστήματος (2001: A SpaceOdyssey, 1968). O θεατής που παρακολουθεί παθητικά το Κουρδιστό πορτοκάλι αισθάνεται, βγαίνοντας από την αίθουσα, όπως φάνηκε και από τις κριτικές ορισμένης μερίδας του αγγλικού και ξένου Tύπου, να τον βαραίνει μια ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και αδιεξόδου.
Αν όμως κοιτάξουμε την ταινία από κοντά και ακολουθήσουμε τα νήματα της σκέψης τόσο του συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες όσο και του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Κιούμπρικ, θ’ ανακαλύψουμε πως η ταινία είναι μια τίμια, τολμηρή και χωρίς καμιά παραχώρηση στους παραγωγούς ή την εμπορικότητα, κριτική της σύγχρονης κοινωνίας.
Βρισκόμαστε στην Αγγλία σ’ ένα πολύ κοντινό μέλλον. Ο Άλεξ και η συμμορία του περνούν τα βράδια τους ξυλοκοπώντας γέρους αλήτες, μπλέκοντας σε καυγάδες με άλλες συμμορίες, τρομοκρατώντας τις αστικές οικογένειες, βιάζοντας τις γυναίκες, φτάνοντας ακόμα και στο φόνο. Σε μια από τις νυχτερινές εξορμήσεις τους, ο Άξελ, προδομένος από τους φίλους του, συλλαμβάνεται από την αστυνομία και καταδικάζεται σε 14 χρόνια φυλάκιση.
Η κυβέρνηση, που θέλει να αδειάσει τις φυλακές από τους εγκληματίες για να κάνει χώρο για τους πολιτικούς φυλακισμένους, προτείνει στον Άλεξ μια καινούργια μέθοδο θεραπείας –που, βασικά, αποτελείται από προβολές, μέχρι κορεσμού, κινηματογραφημένων σκηνών ωμότητας και βίας, έτσι που στο τέλος ο οργανισμός του ασθενή να αντιδρά αρνητικά σε κάθε τέτοιο ξέσπασμα και ο Άλεξ, που δεν βλέπει την ώρα που θα είναι και πάλι ελεύθερος, δέχεται.
Η θεραπεία όμως αυτή αφαιρεί από τον Άλεξ κάθε δικαίωμα επιλογής και έτσι, όταν αφήνεται ελεύθερος, χάνει όχι μόνο τις σεξουαλικές ορέξεις του αλλά και είναι ανίκανος ν’ αντιδράσει στο εκδικητικό μένος των πρώην θυμάτων του, έτσι που ένα απ’ αυτά φτάνει στο σημείο να τον οδηγήσει ως την απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν η αντιπολίτευση αρχίζει να εκμεταλλεύεται τη μετατροπή αυτή του Άλεξ σε άβουλο ον, η κυβέρνηση κάνει δελεαστικές προτάσεις στον Άλεξ, που, όταν τότε επαναφέρουν στον παλιό του εαυτό, δέχεται να συνεργαστεί μαζί τους.
Ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας του Κιούμπρικ είναι το δικαίωμα επιλογής που έχει ο άνθρωπος να κάνει ανάμεσα στο καλό και το κακό και που ο τεχνολογικός πολιτισμός μας πάει να του το αφαιρέσει. «Είναι αναγκαίο στον άνθρωπο να μπορεί να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό, ακόμη και αν διαλέξει το κακό. Αφαιρώντας του την επιλογή αυτή, τον μετατρέπουμε σε κάτι κατώτερο από ανθρώπινο ον – σε κουρδιστό πορτοκάλι», όπως ανάφερε ο Κιούμπρικ σε δημοσιογράφο σε συνέντευξη που έδωσε στο βρετανικό περιοδικό «Sight and Sound», όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία του.
Με την ταινία του αυτή, ο σκηνοθέτης μάς δείχνει πόσο πιο επικίνδυνη και από αυτό το κράτος μπορεί να γίνει η επιστήμη. Με τη θεραπεία Λοντοβίκο, ο Άλεξ μετατρέπεται σε άβουλο ον, ένα ον που είναι καλό, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Στο S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα, η επιστήμη ήταν υπαίτια για την τελική καταστροφή της ανθρωπότητας, ενώ στην Οδύσσεια του διαστήματος, 2001, η επιστήμη είναι εκείνη που στην αρχή θέλει ν’ αποκρύψει την αλήθεια για το μετεωρόλιθο από τους ανθρώπους και εξαιτίας των επιστημόνων οι κοσμοναύτες αντιμετωπίζουν θανάσιμο κίνδυνο και μόνο χάρις στην ανθρώπινη πρωτοβουλία καταφέρνει τελικά ο άνθρωπος να βρει διέξοδο στα προβλήματά του.
Το εμπορευματοποιημένο σεξ και η ωμότητα έχουν γίνει αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης κοινωνίας. Το αληθινό έργο τέχνης δεν μπορεί παρά να αντανακλά την πραγματικότητα αυτή. Εκεί όμως που πολλοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τα στοιχεία αυτά σαν δικαιολογία για να φτιάξουν μια εμπορική ταινία, ο Κιούμπρικ τα χρησιμοποιεί για να φέρει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την πραγματικότητα, όχι απλώς αυτή που βρίσκεται γύρω του αλλά και αυτήν που βρίσκεται κρυμμένη βαθιά στο υποσυνείδητό του. Γιατί ο Άλεξ δεν είναι στην πραγματικότητα παρά αντικαθρέφτισμα του ίδιου του εαυτού μας.
«Ο Άλεξ είναι δημιούργημα του “id”, εξήγησε στον Βρετανό δημοσιογράφο, στην ίδια συνέντευξη ο Κιούμπρικ. «Βρίσκεται μέσα σε όλους μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναγνώριση αυτή φαίνεται να δημιουργεί ένα είδος εμπάθειας στους θεατές, αλλά εξοργίζει μερικούς και τους προκαλεί δυσαρέσκεια. Δεν θέλουν να δεχτούν την πλευρά αυτή του εαυτού τους και γι’ αυτό εξοργίζονται με την ταινία. Μοιάζουν λίγο με τον βασιλιά που σκοτώνει τον αγγελιοφόρο που του φέρνει άσχημα νέα και αμείβει εκείνον που του φέρνει καλά νέα».
Ο Άλεξ και η παρέα του ζουν σε μια κοινωνία που έχει διαμορφωθεί από την τεχνολογία –αρχίζοντας από την τηλεόραση και φτάνοντας μέχρι τον πιο πολύπλοκο ηλεκτρονικό εγκέφαλο. Μέσα σε μια κοινωνία, όπου η πρωτοβουλία έχει περιοριστεί στο μίνιμουμ και το σεξ έχει μετατραπεί σε εμπορεύσιμο είδος, ο Άλεξ επαναστατεί και αναπαριστά τις πιο μύχιες επιθυμίες μας.
Ο Κιούμπρικ πετυχαίνει θαυμάσια την καταγραφή της κοινωνίας αυτής, όπου ο έρωτας έχει χάσει κάθε ίχνος μυστηρίου, η τέχνη κάθε λεπτότητα και βάθος: οι γυμνές ζωγραφιές που στολίζουν το διαμέρισμα των γονιών του Άλεξ· τα γυμνά στους εξωτερικούς τοίχους της πολυκατοικίας, με τα πορνογραφικά σχέδια που κάποια πιτσιρίκια της γειτονιάς ή και ο ίδιος ο Άλεξ με τους φίλους του φαίνεται να έχουν προσθέσει· τα γυμνά, με τις προεκτάσεις που τους δίνει το ζωντανό φίδι, που κυριαρχούν στο δωμάτιο του Άλεξ· το «μίλκμπαρ» με τις ολόγυμνες κούκλες που βγάζουν το γάλα από τα γυμνά στήθια τους· το σπίτι του διανοούμενου Αλεξάντερ στο οποίο η ωραία και προκλητικά ντυμένη γυναίκα του δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μέρος του ντεκόρ· τα γλυπτά-φαλλοί στο σπίτι της Γυναίκας Γάτας.
Ο έρωτας σε μια τέτοια κοινωνία έχει καταντήσει θέαμα και είναι σαν τέτοιο θέαμα που το φαντάζεται ο ήρωας: είτε σα βιβλικό θέαμα αλά-Σεσίλ Ντε Μίλ, όταν το σκέφτεται στη φυλακή, είτε σαν είδος ντέρμπι ιπποδρόμου, όταν, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, θεραπευμένος, φαντάζεται τον εαυτό του να βιάζει ένα νεαρό, ντυμένο με μαύρα καλσόν, κορίτσι, ενώ γύρω του τον παρακολουθεί ένα πλήθος που ξεσπά σε χειροκροτήματα, και στην ηχητική πλευρά ακούμε τη φωνή του Τζιν Κέλι που τραγουδά το Τραγουδώντας στη βροχή.
Σε μια τέτοια κοινωνία οι αρχές χρησιμοποιούν τη βία των χειρότερων μελών της για να επιβάλουν τον νόμο και την τάξη και να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές: οι πρώην φίλοι του Άλεξ κατατάσσονται στην αστυνομία, όπου τους δίνεται η ευκαιρία να ασκήσουν τη βία που ξεχειλίζει μέσα τους, ενώ ο ίδιος ο Άλεξ αφήνεται να επανέλθει στον προηγούμενο βίαιο εαυτό του, εξαγοράζοντας τη σιωπή του με λόγια επαινετικά για την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση στην ταινία –που από το ντύσιμο και το όλο φέρσιμο είναι σίγουρα Τόρηδες– είναι μια κυβέρνηση που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό και τελικά στον φασισμό. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, οι αριστερίζοντες διανοούμενοι παρουσιάζονται σαν εντελώς αποξενωμένοι από τον λαό και η υπόθεση του Άλεξ είναι γι’ αυτούς ένας τρόπος για να κερδίσουν τον σκοπό τους, που πολλές φορές δεν είναι παρά προσωπικός.
Τελικά, ο Άλεξ ξαναβρίσκει τον παλιό του εαυτό, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει την αξία που έχει αποκτήσει και είναι έτοιμος να την εκμεταλλευτεί. Η αναρχική βία του θα γίνει όπλο στα χέρια μιας αντιδραστικής κυβέρνησης που είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει το κάθε τι για την επιτυχία των σκοπών της. Η μόνη αληθινή θεραπεία που μπορεί ν΄ αλλάξει τον Άλεξ, φαίνεται να μας λέει ο Κιούμπρικ, είναι η ριζική αλλαγή της κοινωνίας με μια κοινωνία που θα σέβεται το άτομο και την ελευθερία του και που θα αγωνιστεί για την καλυτέρευση της υλικής και πνευματικής ζωής του, τοποθετώντας για το σκοπό αυτό την τεχνική πρόοδο στην υπηρεσία του. Αλλιώτικα ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον πραγματικό σκοπό του, γίνεται ένα «κουρδιστό πορτοκάλι», έρμαιο στα χέρια του κάθε επιτήδειου. Με τον δικό του τρόπο, ο Κιούμπρικ φτάνει στο ίδιο συμπέρασμα μ’ εκείνο του Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς και, χάρις στην ευρηματικότητα, τον ανθρωπισμό και το απέραντο ταλέντο του, παίρνει μια από τις πιο σημαντικές θέσεις στην ιστορία του μεταπολεμικού αμερικανικού κινηματογράφου.
Ανάφερα πιο πάνω τη χρήση του «Τραγουδώντας στη βροχή» στο τέλος της ταινίας. Από το S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα και εφεξής ο Κιούμπρικ φαίνεται να δίνει μεγάλη σημασία στη χρήση της μουσικής. Η ερωτική έξαρση του Άλεξ τονίζεται στο Κουρδιστό πορτοκάλι με το παίξιμο της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, ενώ η μουσική του Ροσίνι χρησιμοποιείται σαν υπόκρουση τόσο στη σκηνή όπου μια άλλη ομάδα νεαρών αποπειράται να βιάσει μια κοπέλα στη σκηνή ενός εγκαταλειμμένου θεάτρου όσο και στην σκηνή όπου ο Άλεξ κάνει έρωτα με δυο νεαρές που «ψωνίζει» σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Στη σκηνή όπου ο Άλεξ βιάζει τη γυναίκα του διανοούμενου, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί και πάλι το σκοπό από το Τραγουδώντας στη βροχή, ενώ στη σκηνή όπου ο Υπουργός των Εσωτερικών επισκέπτεται τη φυλακή, ο Κιούμπρικ χρησιμοποιεί το Χώρα της ελπίδας και της δόξας… του Έλγκαρ.
Δεν είναι μόνο η μουσική που χρησιμοποιείται τόσο δημιουργικά από τον σκηνοθέτη. Τόσο τα ντεκόρ –όλα, εκτός από εκείνο του «μιλκ-μπαρ», είναι φυσικά ντεκόρ, με τα οποία ο Κιούμπρικ καταφέρνει τέλεια να δώσει την ατμόσφαιρα του κοντινού μέλλοντος– όσο και τα κοστούμια –η αναστροφή του ντυσίματος έτσι ώστε οι μεγάλοι να φοράνε μοντέρνα και κραυγαλέα κοστούμια, ενώ οι νεαροί φοράνε στολές, ημίψηλα και γενικά ενδύματα που θυμίζουν το σημερινό «κατεστημένο»– αλλά και η χρησιμοποίηση της γλώσσας –οι νεαροί χρησιμοποιούν μια ιδιότυπη διάλεκτο, φτιαγμένη από τον Μπέρτζες και βασισμένη σ’ ένα μίγμα αγγλικών και ρωσικών λέξεων– μαζί με το στυλιζάρισμα της σκηνοθεσίας –ένα στυλιζάρισμα που δίνει στις σκηνές της βίας, εκτός από εκείνη στην οποία ο Άλεξ υπόκειται τη θεραπεία Λουντοβίκο, ένα ρυθμό μπαλέτου– και τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών –ιδιαίτερα του Μάλκομ ΜακΝτάουελ στον ρόλο του Άλεξ, του Πάτρικ Μαγκί στον ρόλο του διανοούμενου Αλεξάντερ, του Μάικλ Μπέιτς, στο ρόλο του δεσμοφύλακα– συντείνουν, ώστε το Κουρδιστό πορτοκάλι να αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές και πιο ενδιαφέρουσες ταινίες των τελευταίων δεκαετιών.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr