Μενού

ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ, ΤΟ (Επαν.) - Ηλίας Φραγκούλης

1818 2

Ο θείος Τσάρλι επιστρέφει στα πάτρια εδάφη προς μεγάλη ικανοποίηση της συνονόματης ανιψιάς του, η οποία σταδιακά συνειδητοποιεί πως ο λόγος της επίσκεψής του δεν έχει προκύψει από αίσθημα νοσταλγίας, αλλά από ανάγκη φυγάδευσης από τους διώκτες του εγκλήματος οι οποίοι τον καταζητούν ως serial killer!

Ακολουθούμενο από τη φήμη της ταινίας που ο ίδιος ο Άλφρεντ Χίτσκοκ αγαπούσε περισσότερο από ολόκληρη τη φιλμογραφία του, το «Χέρι που Σκοτώνει» ουσιαστικά αποτελεί και το πιο βαθιά αμερικανικό έργο που σκηνοθέτησε ποτέ. Γι’ αυτό είναι και τόσο κυνικό.

Εδώ, άλλωστε, συναντάμε και τον μεγαλύτερο ψυχοπαθή από τους αντίστοιχους δολοφονικούς χαρακτήρες που μας σύστησε στην αμερικανική περίοδο της θρυλικής του καριέρας, ξεπερνώντας τόσο τον Μπρούνο Άντονι όσο και τον Νόρμαν Μπέιτς, αφήνοντας μάλιστα και μια «εξ αγχιστείας» κληρονομιά στον Χάρι Πάουελ.

Ενώ η Ευρώπη σπαράζει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο θείος Τσάρλι (του Τζόζεφ Κότεν), ο «πιο θαυμάσιος άνθρωπος στον κόσμο», «πολεμάει» με την ιδέα του τέλους μιας πατρίδας που τον γαλούχησε με «by the book» συντηρητικές αρχές και παραδόσεις, σε γειτονιές ευημερίας των suburbs. Ενός ιδεατού και γαλήνιου «ονείρου», στο οποίο η απειλή μιας επερχόμενης ανέχειας προκαλεί ανεπανόρθωτη φθορά κι αφήνει πίσω της ανθρώπους ανάξιους, που «σπαταλούν» το δώρο της ζωής. Στον μικρόκοσμο του «ordinary», στερεότυπο κι ασήμαντο μαζί, με τις ειρηνικές και ηλίθια απλοϊκές «ονειρώξεις» του, που πρόκειται να ηττηθεί από εφιάλτες οι οποίοι γίνονται αληθινοί, όλο και σε περισσότερα μέρη του κόσμου.

Πρόκειται για μια Αμερική που βιώνει την κοινωνική «αφασία», απέναντι σε μια ανθρωπότητα που για τον Τσάρλι παρομοιάζεται με ένα «βρώμικο χοιροστάσιο». «Ο κόσμος είναι μια κόλαση», τι πειράζει κι αν εκείνος δολοφονεί… «εύθυμες χήρες» (με μια μελωδία της ομώνυμης οπερέτας του Λέχαρ να «δίνει» συνειρμικά τη δράση του ασύλληπτου θείου, που δεν είναι πια η «αδελφή ψυχή» της μέχρι πρότινος αφελούς κι αθώας ανιψιάς);

Η (ασυνήθιστα έντονη) κοινωνική ενσυναίσθηση που παρουσιάζει ο Χίτσκοκ εδώ, κάποια στιγμή αντικαθίσταται από τα δεδομένα που ο θεατής (παραδοσιακά) ζητά από τα έργα του. Και, φυσικά, ο maître φροντίζει να του τα παραδώσει με τρόπο μοναδικό. Από την υπέροχη σεκάνς της Τσάρλι που τρέχει να προλάβει ανοιχτή την τοπική Βιβλιοθήκη για να βρει το κομμάτι της εφημερίδας που προσπάθησε να εξαφανίσει ο θείος της, μέχρι τα «ατυχήματα» της νεαρής και την κορύφωση στο τρένο, ο Χίτσκοκ δημιουργεί τους δικούς του κανόνες και τα αρχέτυπα του σασπένς. Αν σταθείς για μια στιγμή κι αναλογιστείς ότι μιλάμε για έργο παραγωγής του 1943, ζητάς και να πάψει να μετρά για λίγο ο χρόνος, μπας και συνέλθεις από το σοκ!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν και είχε κυκλοφορήσει ξανά σε επανέκδοση το 2012 (με μια «αυθαίρετη» μετάφραση του πρωτότυπου αγγλικού τίτλου), το «Χέρι που Σκοτώνει» είναι μία από τις πιο «άγνωστες» στο πλατύ ελληνικό κοινό ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, διότι έχει τη «ρετσινιά» του λιγότερο ψυχαγωγικού έργου (ή εκείνου που ταιριάζει καλύτερα με την αύρα των θερινών σινεμά). Μην κάνετε το λάθος και συνεχίζετε να παραγνωρίζετε την αξία του.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module