ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ, ΤΟ (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης
Ο Hitchcock συνήθιζε να αποκαλεί το «Shadow of a Doubt» ως αγαπημένη του ταινία. Υπέρτατη τιμή για μια ταινία, που σε αντίθεση με πολλά από τα αριστουργήματα του σκηνοθέτη, προκάλεσε αμέσως έναν ομόφωνο ενθουσιασμό από το κοινό και τους κριτικούς.
Ο Hitchcock τοποθετεί την ιστορία σε μια ειρηνική επαρχιακή πόλη. Ο θείος Charlie (Joseph Cotten) έρχεται να επισκεφτεί την οικογένειά του στην Καλιφόρνια, κάτι που χαροποιεί ιδιαίτερα την ανιψιά του, που ονομάζεται επίσης Charlie (Teresa Wright) και τρέφει απεριόριστο θαυμασμό γι’ αυτόν. Η ταύτιση των ονομάτων τους υπογραμμίζει τη συμμετρία μεταξύ ενός κοριτσιού της επαρχίας -πολύ πιο έξυπνου από ό,τι δείχνει- και του κοσμοπολίτη θείου της, που στην πραγματικότητα είναι ένας δολοφόνος εύπορων μοναχικών χήρων.
Ο Hitchcock ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός ιδεαλιστή δολοφόνου που καταχράται τη δύναμη της αποπλάνησης για να ολοκληρώσει τα εγκλήματά του, πεπεισμένος για το δίκιο και την ανωτερότητά του. Από την πρώτη του εμφάνιση στην οθόνη, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, η κάμερα τον κινηματογραφεί σε μια νοσηρή στάση, σαν να κατοικείται από τον θάνατο. Αυτή η αναπαράσταση θα βρει μια άμεση αντήχηση με ένα αντίστοιχο πλάνο της ανιψιάς του που είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, σαν να περιμένει τη σαρκική επίσκεψη του θείου της. Όταν συναντιούνται, ένα τηλεπαθητικό ρεύμα κυκλοφορεί μεταξύ των δύο Charlie, μια αιμομικτική έλξη που σύντομα θα δώσει τη θέση της στην υποψία και στη συνέχεια σε ένα σκληρό παιχνίδι γάτας και ποντικιού.
Το «Shadow of a Doubt» είναι ένα από τα καλύτερα χιτσκοκικά θρίλερ, γυρισμένο ταιριαστά σαν φιλμ νουάρ, καθώς θεματικά περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού, φωτός και σκότους. Με την καθοδήγηση του Hitchcock, ο Joseph A. Valentine έκανε μια ευφάνταστη κινηματογράφηση με μερικές εκπληκτικές λήψεις με γερανό, που δείχνουν το πώς νιώθουν οι πρωταγωνιστές όταν η άποψή τους για τον κόσμο γύρω τους αλλάζει ξαφνικά, από το οικείο στο ανησυχητικά απροσδόκητο. Η έλξη του Hitchcock για τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης είναι ξεκάθαρα η έμπνευση και η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο πιο απειλητικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι και ο πιο γοητευτικός. Ένα ακόμη στοιχείο που ενδυναμώνει το σασπένς είναι ότι πολλά από αυτά που βλέπουμε παρουσιάζονται από την οπτική γωνία μιας πολύ συναισθηματικής έφηβης, και έτσι υπάρχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας σχετικά με το εάν ο κίνδυνος που αισθάνεται είναι πραγματικός ή φανταστικός. Στην πραγματικότητα, μόνο στο τέλος επιλύεται η ασάφεια και αφαιρείται η τελευταία σκιά αμφιβολίας, σε μια τυπικά χιτσκοκική κορύφωση ζωής και θανάτου. Στην πιο απολαυστική σκηνή της ταινίας, χαρακτηριστική του ανατρεπτικού μαύρου χιούμορ του Hitchcock, ο Henry Travers και ο Hume Cronyn χαριτολογούν φιλικά για το πώς να διαπράξουν τον τέλειο φόνο, ενώ ένας έμπειρος κατά συρροή δολοφόνος κάθεται ήσυχος και σιωπηλός ανάμεσά τους.
Μέσα στο καθησυχαστικό τοπίο της αμερικανικής υπαίθρου, η «Σκιά της Αμφιβολίας» είναι μια ιστορία ανατριχιαστική και σεξουαλική, που αφηγείται τη χειραφέτηση ενός νεαρού κοριτσιού που θα απελευθερωθεί από τη μέγγενη του θείου της και θα γίνει γυναίκα προκαλώντας θάνατο, όπως εκείνος. O Hitchcock προειδοποιεί: το «κακό» βρίσκεται παντού, κρυμμένο κάτω από τον βαρύ μανδύα της μυστικότητας και το πέπλο της απατηλής εμφάνισης.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr