ΝΟΕΜΒΡΗΣ - Πάρις Μνηματίδης
Οι προσωπικές πολιτικές διεργασίες από τις οποίες περνάει ο καθένας κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι μια πολύπλοκη ιστορία. Γι’ αυτό και ίσως είναι λογικό μια μερίδα του κοινού παρακολουθώντας τον «Νοέμβρη» να νιώσει ότι ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του κάτι απλοϊκό σε επίπεδο σκέψης, όλα όμως έχουν το context τους. Είναι αρκετά φανερό ότι ο Cedric Jimenez ήθελε να αρπάξει την ευκαιρία να δημιουργήσει εκείνη τη λαϊκή ταινία που θα αντιμετώπιζε ένα θέμα τόσο ευαίσθητο σαν το συγκεκριμένο όπως το αντιλήφθηκε ο μέσος Γάλλος τη στιγμή που συνέβαινε. Με τον δέοντα σεβασμό προς τα θύματα ώστε να μη δείξει ούτε ένα πλάνο που θα αναπαριστά τις αποτρόπαιες τρομοκρατικές ενέργειες, με τον αναμενόμενο φόρο τιμής σε όλα τα πρόσωπα των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών που έκαναν πιο εμφανή ή πιο παρασκηνιακή δουλειά για να βρεθούν οι υπαίτιοι, με μια απόπειρα λύτρωσης μέσω της αναβίωσης των συναισθημάτων εκείνων των ημερών και της αναμέτρησης με αυτά. Και όλα αυτά, όσο προβλέψιμα και να ακούγονται σαν επιλογές, σίγουρα λειτουργούν ως ένα είδος βάλσαμου για έναν θεατή που τα έχει ανάγκη, ειδικά αν τα έζησε κοντά του.
Και πέραν της συγκρατημένης συγκίνησης και του πένθους που θα περίμενε κανείς από ένα εγχείρημα σαν αυτό, υπάρχει και η διάσταση του αστυνομικού θρίλερ η οποία λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά. Διότι είναι γνωστή η έκβαση της αληθινής ιστορίας ως προς την εξιχνίαση της υπόθεσης, όμως ο Jimenez ξέρει τα «κολπάκια» που πρέπει να χρησιμοποιήσει για να προκύψει σασπένς, και όντως η ένταση μέσα από τη σωστή χρήση του μοντάζ, των κοντινών, της μουσικής, είναι πηγαία. Κι ενώ δεν γινόταν να μη δείξει και το πρόσωπο του ισλαμικού φονταμενταλισμού που οδήγησε στην εν λόγω τραγωδία, δεν διστάζει να σκύψει πάνω από διαδρομές ανθρώπων της μουσουλμανικής κοινότητας που δεν ασπάζονται τη νοοτροπία αυτή ή που επιλέγουν το μονοπάτι έστω της έμμεσης στήριξης γιατί η «τράπουλα» είναι στημένη με τρόπο τέτοιο που δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Ναι, σίγουρα το τελικό αποτέλεσμα σε πολύ λίγα σημεία φαίνεται να παίρνει καλλιτεχνικά ρίσκα, από την άλλη όμως η χρονική απόσταση από τα συμβάντα είναι υπερβολικά μικρή για να μπορούσε να ήταν βιώσιμη μια προσέγγιση διαφορετική από αυτή που παρατηρείται. Είναι σίγουρο ότι ο Παριζιάνος (και όχι μόνο) που βίωσε τόσο άμεσα τα φρικτά αυτά γεγονότα είχε δημιουργήσει άλλες προσδοκίες στο μυαλό του όταν πλήρωνε το αντίτιμο του εισιτηρίου, οι οποίες εκπληρώνονται: να θυμηθεί την οδύνη του «ενός λεπτού σιγή» σε όλη τη χώρα μετά από όσα έγιναν, να νιώσει ανακούφιση μόλις οι αρχές ολοκληρώσουν την αποστολή τους, ακόμη και να ενθουσιαστεί όταν ο πράκτορας του Jean Dujardin χαστουκίζει μέσα στην οργή του έναν από τους τρομοκράτες.
Σε επίπεδο ερμηνειών μπορεί να είναι ο Dujardin που σηκώνει τα βάρη του «μεγάλου ονόματος» για να προσφέρει μια αίσθηση αξιοπιστίας και στιβαρότητας στο σύνολο, κάτι που κάνει με επιτυχία, αλλά παραδόξως μια παρουσία που μένει ακόμη περισσότερο στον νου είναι αυτή της Lyna Khoudri, και μάλιστα σε ρόλο που δεν σχετίζεται με τα θύματα των επιθέσεων, άρα που έχει και λιγότερα περιθώρια να παρασύρει συγκινησιακά. Καλείται να αποδώσει κάτι πολυσύνθετο σε επίπεδο ψυχογραφήματος, που δεν χωράει κάτω από στερεοτυπικές ταμπέλες οι οποίες συνδέονται με φύλο και πολιτισμικό υπόβαθρο, και καταφέρνει να αιχμαλωτίσει το βλέμμα για όλα τα λεπτά της παρουσίας της μπροστά από τον φακό με ένα πορτρέτο τόσο αφοσιωμένο όσο κι ευαίσθητο.
Θα έχει ενδιαφέρον το πώς ενδεχομένως θα αντιμετωπιστούν στο μέλλον από την έβδομη τέχνη εκείνες οι σοκαριστικές ημέρες του Νοεμβρίου του 2015, αν βρεθεί βέβαια σκηνοθέτης που επιθυμεί να γυρίσει πίσω σε αυτές. Μέχρι τότε, το φιλμ του Cedric Jimenez υπάρχει ως μια καταγραφή που αποτυπώνει το ενστικτώδες, αυτό που ένιωσε σχεδόν άμεσα μετά τη γνωστοποίηση της τραγωδίας η πλειοψηφία των δυτικών πολιτών.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr