Μενού

ΛΙΛΙΑΝ - Ηλίας Φραγκούλης

Πεζή, δίχως διαβατήριο και χρήματα, χωρίς να μιλάει αγγλικά, η ρωσικής καταγωγής Λίλιαν επιχειρεί ένα πραγματικό «ομηρικό» ταξίδι, από τη Νέα Υόρκη ως την Αλάσκα. Το «αμερικάνικο όνειρο» θα την προστατεύσει;

Βασισμένη στο μυθικό ταξίδι μιας γυναίκας που επιχείρησε το ίδιο οδοιπορικό στην Αμερική της δεκαετίας του 1920, η «Λίλιαν» εκσυγχρονίζει την ιστορία εκείνης της άγνωστης μετανάστριας και στα χέρια ενός πρώην ντοκιμαντερίστα από την Αυστρία γίνεται ένα βαθιά ολοκληρωμένο σχόλιο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο του σήμερα, αλλά και με μία διαχρονική σημασία κυνικής σκληρότητας. Διόλου τυχαία, στην παραγωγή του φιλμ συναντάμε το όνομα του σκηνοθέτη Ούλριχ Ζάιντλ (του περίφημου «Dog Days»), ενός Ευρωπαίου δημιουργού που δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για το ανθρώπινο είδος…

Ο Αντρέας Χόρβατ μας συστήνει εδώ μία Ρωσίδα που ζει… «από θαύμα» στη Νέα Υόρκη. Η visa της έχει λήξει, έχει ξεμείνει από λεφτά, το modeling δεν αποδίδει πια και, με την αθωότητα που την χαρακτηρίζει, πηγαίνει σε ένα casting κοριτσιών, για ν’ ανακαλύψει ότι η αγγελία αφορούσε κοπέλες που είναι διατεθειμένες να παίξουν σε σκληρό πορνό. Η ίδια δεν γνωρίζει καν την αγγλική γλώσσα! Ένας άνδρας που θα δείξει ενδιαφέρον γι’ αυτήν, θα τη συμβουλεύσει να γυρίσει στην πατρίδα της, γιατί εκεί είναι οι μεγάλες ευκαιρίες, πια. Η Λίλιαν θα ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής, έχοντας στο μυαλό της μία διαδρομή που θα την οδηγήσει (;) μέχρι τα σύνορα του Καναδά, κατόπιν στην Αλάσκα και, τελικά, σε σοβιετικά εδάφη. Πεζή όλα αυτά!

Το φιλμ μοιάζει να δίνει τον απόλυτο ορισμό σε αυτό που στο σινεμά αποκαλούμε «road movie». Ολόκληρη η ταινία είναι δρόμος. Και επειδή η ηρωίδα δεν μιλά τη γλώσσα, το «Λίλιαν» παίρνει σχεδόν τη μορφή ενός έργου του βωβού κινηματογράφου, επικεντρώνοντας έτσι στην εκφραστικότητα της (μοναδικής) πρωταγωνίστριάς του, Πατρίτσια Πλάνικ, όσο και στο αχανές widescreen τοπίο της χώρας. Σαν μία κουκίδα στο χάρτη, η Λίλιαν μετατρέπεται σταδιακά στα μάτια του θεατή σε σύμβολο αποφασιστικότητας και εμμονικού αγώνα μέχρι την πραγματοποίηση του στόχου της, ενώ η κάμερα του Χόρβατ καταγράφει με απογυμνωμένη απλότητα την παρακμή και την εγκατάλειψη (του εσωτερικού, ειδικότερα) της Αμερικής του σήμερα, καθώς περνά από τη μία Πολιτεία στην άλλη, προσθέτοντας λαϊκής κατανάλωσης μηνύματα συντηρητισμού και θρησκευτικής προπαγάνδας από billboards του δρόμου ή ηχητικά αποσπάσματα από καθημερινές, τοπικές ραδιοφωνικές εκπομπές, με πρόζα απολύτως κενή και ανούσια σε περιεχόμενο, σχεδόν όσο ανούσια είναι η ζωή και οι προσωπικότητες των ανθρώπων τους οποίους συναντά η Λίλιαν. Η μοναξιά της αντανακλά το συναίσθημα και την καρδιά ολόκληρης της σύγχρονης Αμερικής.

Στο στωικό πρόσωπο της Πλάνικ συναντάμε ένα ανθρώπινο «σκουπίδι» της κοινωνίας, που τρώει μέσα κι από κάδους απορριμμάτων ακόμη, που κοιμάται όπου βρει μία στοιχειώδη ασφάλεια, που προσπαθεί να προστατεύσει το κορμί της από πεινασμένα ανδρικά βλέμματα ή επίδοξους βιαστές, που πλένεται πρόχειρα σε δημόσιες τουαλέτες μπας και κρατηθεί καθαρή. Η Αμερική θα μπορούσε να τη «μολύνει» στην πορεία, όμως εκείνη συνεχίζει ατρόμητη, σαν ένα μυστηριώδες στοιχείο της φύσης που βρίσκει τρόπους να νικά το αφιλόξενο, ανθρώπινο περιβάλλον ενός κόσμου ασχήμιας, στον οποίο βαδίζει σαν να βρέθηκε από λάθος. Σαν να έπεσε στη Γη.

Το «Λίλιαν» είναι ένα πικρά ωμό φιλμ, χωρίς συναισθήματα, χωρίς μελοδραματισμούς, με μία γλώσσα κινηματογραφικά «αποστειρωμένη» από ομορφιά (όσο κι αν εντυπωσιάζουν τα απίστευτα τοπία που καταγράφει ο φακός), ένα ντοκουμέντο για το επερχόμενο τέλος του δυτικού πολιτισμού και τον βιασμό λαών και παραδόσεων, αν όχι και της φύσης της ίδιας. Που έχει τη δύναμη να (μας) εκδικηθεί.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module